Η θάλασσα στη γλώσσα µας(απόσπασμα από ομιλία του Γ. Μπαμπινιώτη)
Το να µιλήσεις για τη θάλασσα στη γλώσσα ενός λαού, όπως οι Έλληνες, που έχουν συνδέσει διαχρονικά τη ζωή τους µε τη θάλασσα, το να µιλήσεις για τη θάλασσα στη γλώσσα µιας χώρας που η θάλασσα αποτελεί µέρος τής βιολογικής, εθνικής, οικονοµικής και ψυχολογικής ύπαρξης των κατοίκων της, είναι πραγµατικά και πρακτικά ριψοκίνδυνο. Κινδυνεύεις ν’ αφήσεις έξω από τη γλωσσική πραγµάτευσή σου κοµµάτια τής γλωσσικής υπόστασης αυτού τού λαού, πολύτιµα δηλαδή πετράδια τής έκφρασής του, που είναι στην πραγµατικότητα οι λέξεις. Γιατί οι λέξεις είναι πολύτιµοι λίθοι τής γλωσσικής παρακαταθήκης ενός ολόκληρου λαού. Είναι κειµήλια τής πολιτισµικής κληρονοµιάς ενός έθνους. Είναι αναντικατάστατα συστατικά τής ταυτότητάς του.
Λένε πως η γλώσσα τού ανθρώπου ξεκίνησε από τέσσερεις λέξεις, τις λέξεις
ουρανός – γη – θάλασσα – αέρας. Αυτές πρωτόπλασε ο άνθρωπος. ∆εν θα σάς
παρασύρω στους ανεξερεύνητους αντικειµενικά για την επιστήµη χώρους τής
γλωσσογονίας που οι γλωσσολόγοι θεωρούµε εξαιρετικά ανασφαλείς, πλάσµατα
µιας µυθικής φαντασίας. Θα ήµουν όµως έτοιµος να δεχθώ µαζί σας ότι µία από τις
λέξεις που χρειάστηκαν πολλοί λαοί, µεταξύ των οποίων οι Έλληνες, περνώντας
από την κοινωνία στην επι-κοινωνία, ήταν η ανάγκη να δηλώσουν το υγρό
στοιχείο που τους περιέβαλλε. Γι’ αυτό το υγρό στοιχείο, οι Έλληνες
χρησιµοποίησαν πέντε λέξεις: τις λέξεις θάλασσα, ἅλς (η), πόντος, πέλαγος και
ωκεανός. Μέσα απ’ αυτές και γύρω απ’ αυτές πλάστηκαν πλήθος άλλων λέξεων
για να δηλώσουν ποικίλες άλλες συναφείς έννοιες, καθώς και σύνθετες και λεπτές
διαφοροποιήσεις, χρησιµοποιώντας τους δύο κύριους λεκτικούς µηχανισµούς τής
γλώσσας µας: την παραγωγή και τη σύνθεση. Από αυτόν τον τεράστιο πλούτο θα ξεχωρίσουµε –µε τους περιορισµούς τού χρόνου που έχουµε– µερικές ενδεικτικές
λέξεις, για να τις σχολιάσουµε εν συντοµία.
Και πρώτα-πρώτα η πιο αρχαία λέξη που χρησιµοποιήθηκε στην Ελληνική (από τον
Όµηρο µέχρι σήµερα), για να δηλώσει «τη µεγάλη υδάτινη επιφάνεια µε αλµυρό
νερό», η λέξη θάλασσα. Η λέξη αυτή δεν απαντά σε καµιά άλλη γλώσσα τής
οικογένειας των γλωσσών στην οποία ανήκει η Ελληνική –ούτε σε άλλη γλωσσική
οικογένεια ή µεµονωµένη γλώσσα. Είναι µια προελληνική λέξη, που όπως τόσες
άλλες (πβ. δάφνη, πύργος, µέγαρον, χαλκός, ασπίς, τύρρανος, ξίφος, Αθηνά,
Κόρινθος, Ιλισός, Υµηττός, Ρέθυµνο, Κρήτη κ.ά.) υιοθέτησαν οι Έλληνες από τους
Προέλληνες. Πρόκειται δηλ. γλωσσολογικά για λέξη που δεν ετυµολογείται από τα
Ελληνικά, µολονότι παραδίδονται πολλές παρετυµολογίες («λαϊκές ετυµολογίες»)
τής λέξης. Επίσης, ας σηµειωθεί ότι στις άλλες γλώσσες τής ινδοευρωπαϊκής οικογένειας οι
λέξεις για τη θάλασσα ανάγονται στη ρίζα “mar-, που έδωσε λατ. mare, απ’ όπου
ιταλ. mare, γαλλ. mer, ισπ. mar, ρουµ. mare, ιρλ. muir, λιθ. mares, σλαβ. morje,
γερµ. Meer. Η ρίζα αυτή φαίνεται να συνδέεται µε το αρχ. ελλην. µαρµαίρω
«λάµπω, ακτινοβολώ» (απ’ όπου και οι λ. µάρµαρο, η αρχική σηµ. ήταν «η
στιλπνή επιφάνεια που ακτινοβολεί».
Αν κρίνει κανείς από το πλήθος των συνθέτων και των παραγώγων που
πλάστηκαν µε αναφορά στη θάλασσα καθ’ όλη τη διαδροµή τής ελληνικής γλώσσας
(αρχαία – µεσαιωνική – νέα), µένει κατάπληκτος πόσο έντονα έχει περάσει
διαχρονικά η θάλασσα στη ζωή των Ελλήνων, κατ’ εξοχήν θαλασσινού λαού.
Άλλοτε για να περιγράψει τον φυσικό κόσµο που τον περιβάλλει (ζώα, φυτά,
γεωλογικά µορφώµατα): θαλασσο-πούλι, θαλασσ-αετός, θαλασσο-κόρακας,
θαλασσο-µάννα (η τσούχτρα), θαλασσο-σαύρια, θαλασσο-χελώνα, θαλασσό-χελυς,
θαλασσο-σφαιρίδαι ― θαλασσ-άγκαθο, θαλασσό-γαµπρος, θαλασσ-αίγλη (αρχ.),
θαλασσοκράµβη, θαλασσό-πρασο, θαλασσό-χορτο, θαλασσία (αρχ.) ― θαλασσό-
βραχος, θαλασσο-σπηλιά, θαλασσο-θραύστης, λιµνο-θάλασσα, ακρο-θαλασσιά, ακρο-
θαλάσσι. Άλλοτε, πάλι, για να περιγράψει τη σχέση τού Έλληνα µε τη θάλασσα,
είτε ως χώρο επικοινωνίας, είτε ως ζωτικό χώρο διαβίωσης, είτε ως πηγή εξουσίας,
είτε ως καλλιτεχνική έµπνευση, είτε ως πηγή δυσκολιών, συγκινήσεων αλλά και
πίκρας που ήταν για τον Έλληνα η θάλασσα. Παραδείγµατα. Χώρος επικοινωνίας:
θαλασσο-πλόος/πλοΐα, θαλασσο-πόρος/-ία, θαλασσο-βάτης (αρχ.), θαλασσοδοµέτρης
(αρχ.), θαλασσοπόνος (πβ. γεωπόνος), θαλασσουργώ/-ός/-ία (αρχ.), θαλασσοαυλώ
(αρχ.), θαλασσοδρόµος. Χώρος-µέσα ζωής: θαλασσόβιος (αρχ.), θαλασσοβίωτος,
θαλασσοδίαιτος, θαλασσονόµος. Καλλιτεχνική ενασχόληση: θαλασσογραφία/-ος/-
ώ. Πηγή βιωµάτων, συγκινήσεων, µόχθων, πικρίας: πικροθάλασσα,
θαλασσοδέρνοµαι/-δαρµένος, θαλασσοµαχώ/-ία/-ος, θαλασσοπνίγοµαι,
θαλασσοπνίχτης, θαλασσοπαλεύω, θαλασσογέννητος, θαλασσογέννηµα,
θαλασσόθρεφτος, θαλασσόκλυστος, θαλασσοκοπώ, θαλασσόπλαγκτος (αρχ.),
θαλασσόπληκτος, θαλασσόµοχθος, θαλασσοπλάνητος (αρχ.), θαλασσόλυκος. Πηγή
εξουσίας: θαλασσοκράτωρ/-κρατορία, θαλασσοκρατώ/-ία (αρχ.), θαλασσοµέδων
(αρχ. «κύριος τής θάλασσας»). Θαλασσινοί χαρακτηρισµοί: θαλασσόζωστος,
θαλασσόλουστος, θαλασσοπέλαγος, θαλασσοτείχιστος, θαλασσόχρωµος,
θαλασσοπόρφυρος, θαλασσοβραχής, θαλασσοβάφω/-ής, θαλασσοταραχή,
θαλασσοφοβία, θαλασσαιµία (µεσογειακή αναιµία), θαλασσοθεραπεία,
θαλασσασφάλεια, θαλασσοδάνειο (δάνειο που θα πληρωνόταν αν έφτανε το πλοίο
στο λιµάνι!!), ανθρωποθάλασσα, λαοθάλασσα, φουσκοθαλασσιά, υποθαλάσσιος,
επιθαλάσσιος, παραθαλάσσιος (οι αρχαίοι έλεγαν και ενθαλάσσιος και
υπερθαλάσσιος).