Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Η θάλασσα στη γλώσσα μας

  

Η θάλασσα στη γλώσσα µας(απόσπασμα από ομιλία του Γ. Μπαμπινιώτη) 

   Το να µιλήσεις για τη θάλασσα στη γλώσσα ενός λαού, όπως οι Έλληνες, που έχουν συνδέσει διαχρονικά τη ζωή τους µε τη θάλασσα, το να µιλήσεις για τη θάλασσα στη γλώσσα µιας χώρας που η θάλασσα αποτελεί µέρος τής βιολογικής, εθνικής, οικονοµικής και ψυχολογικής ύπαρξης των κατοίκων της, είναι πραγµατικά και πρακτικά ριψοκίνδυνο. Κινδυνεύεις ν’ αφήσεις έξω από τη γλωσσική πραγµάτευσή σου κοµµάτια τής γλωσσικής υπόστασης αυτού τού λαού, πολύτιµα δηλαδή πετράδια τής έκφρασής του, που είναι στην πραγµατικότητα οι λέξεις. Γιατί οι λέξεις είναι πολύτιµοι λίθοι τής γλωσσικής παρακαταθήκης ενός ολόκληρου λαού. Είναι κειµήλια τής πολιτισµικής κληρονοµιάς ενός έθνους. Είναι αναντικατάστατα συστατικά τής ταυτότητάς του.


   Λένε πως η γλώσσα τού ανθρώπου ξεκίνησε από τέσσερεις λέξεις, τις λέξεις ουρανός – γη – θάλασσα – αέρας. Αυτές πρωτόπλασε ο άνθρωπος. ∆εν θα σάς παρασύρω στους ανεξερεύνητους αντικειµενικά για την επιστήµη χώρους τής γλωσσογονίας που οι γλωσσολόγοι θεωρούµε εξαιρετικά ανασφαλείς, πλάσµατα µιας µυθικής φαντασίας. Θα ήµουν όµως έτοιµος να δεχθώ µαζί σας ότι µία από τις λέξεις που χρειάστηκαν πολλοί λαοί, µεταξύ των οποίων οι Έλληνες, περνώντας από την κοινωνία στην επι-κοινωνία, ήταν η ανάγκη να δηλώσουν το υγρό στοιχείο που τους περιέβαλλε. Γι’ αυτό το υγρό στοιχείο, οι Έλληνες χρησιµοποίησαν πέντε λέξεις: τις λέξεις θάλασσα, ἅλς (η), πόντος, πέλαγος και ωκεανός. Μέσα απ’ αυτές και γύρω απ’ αυτές πλάστηκαν πλήθος άλλων λέξεων για να δηλώσουν ποικίλες άλλες συναφείς έννοιες, καθώς και σύνθετες και λεπτές διαφοροποιήσεις, χρησιµοποιώντας τους δύο κύριους λεκτικούς µηχανισµούς τής γλώσσας µας: την παραγωγή και τη σύνθεση. Από αυτόν τον τεράστιο πλούτο θα ξεχωρίσουµε –µε τους περιορισµούς τού χρόνου που έχουµε– µερικές ενδεικτικές λέξεις, για να τις σχολιάσουµε εν συντοµία.

     Και πρώτα-πρώτα η πιο αρχαία λέξη που χρησιµοποιήθηκε στην Ελληνική (από τον Όµηρο µέχρι σήµερα), για να δηλώσει «τη µεγάλη υδάτινη επιφάνεια µε αλµυρό νερό», η λέξη θάλασσα. Η λέξη αυτή δεν απαντά σε καµιά άλλη γλώσσα τής οικογένειας των γλωσσών στην οποία ανήκει η Ελληνική –ούτε σε άλλη γλωσσική οικογένεια ή µεµονωµένη γλώσσα. Είναι µια προελληνική λέξη, που όπως τόσες άλλες (πβ. δάφνη, πύργος, µέγαρον, χαλκός, ασπίς, τύρρανος, ξίφος, Αθηνά, Κόρινθος, Ιλισός, Υµηττός, Ρέθυµνο, Κρήτη κ.ά.) υιοθέτησαν οι Έλληνες από τους Προέλληνες. Πρόκειται δηλ. γλωσσολογικά για λέξη που δεν ετυµολογείται από τα Ελληνικά, µολονότι παραδίδονται πολλές παρετυµολογίες («λαϊκές ετυµολογίες») τής λέξης. Επίσης, ας σηµειωθεί ότι στις άλλες γλώσσες τής ινδοευρωπαϊκής οικογένειας οι λέξεις για τη θάλασσα ανάγονται στη ρίζα “mar-, που έδωσε λατ. mare, απ’ όπου ιταλ. mare, γαλλ. mer, ισπ. mar, ρουµ. mare, ιρλ. muir, λιθ. mares, σλαβ. morje, γερµ. Meer. Η ρίζα αυτή φαίνεται να συνδέεται µε το αρχ. ελλην. µαρµαίρω «λάµπω, ακτινοβολώ» (απ’ όπου και οι λ. µάρµαρο, η αρχική σηµ. ήταν «η στιλπνή επιφάνεια που ακτινοβολεί». 

    Αν κρίνει κανείς από το πλήθος των συνθέτων και των παραγώγων που πλάστηκαν µε αναφορά στη θάλασσα καθ’ όλη τη διαδροµή τής ελληνικής γλώσσας (αρχαία – µεσαιωνική – νέα), µένει κατάπληκτος πόσο έντονα έχει περάσει διαχρονικά η θάλασσα στη ζωή των Ελλήνων, κατ’ εξοχήν θαλασσινού λαού. Άλλοτε για να περιγράψει τον φυσικό κόσµο που τον περιβάλλει (ζώα, φυτά, γεωλογικά µορφώµατα): θαλασσο-πούλι, θαλασσ-αετός, θαλασσο-κόρακας, θαλασσο-µάννα (η τσούχτρα), θαλασσο-σαύρια, θαλασσο-χελώνα, θαλασσό-χελυς, θαλασσο-σφαιρίδαι ― θαλασσ-άγκαθο, θαλασσό-γαµπρος, θαλασσ-αίγλη (αρχ.), θαλασσοκράµβη, θαλασσό-πρασο, θαλασσό-χορτο, θαλασσία (αρχ.) ― θαλασσό- βραχος, θαλασσο-σπηλιά, θαλασσο-θραύστης, λιµνο-θάλασσα, ακρο-θαλασσιά, ακρο- θαλάσσι. Άλλοτε, πάλι, για να περιγράψει τη σχέση τού Έλληνα µε τη θάλασσα, είτε ως χώρο επικοινωνίας, είτε ως ζωτικό χώρο διαβίωσης, είτε ως πηγή εξουσίας, είτε ως καλλιτεχνική έµπνευση, είτε ως πηγή δυσκολιών, συγκινήσεων αλλά και πίκρας που ήταν για τον Έλληνα η θάλασσα. Παραδείγµατα. Χώρος επικοινωνίας: θαλασσο-πλόος/πλοΐα, θαλασσο-πόρος/-ία, θαλασσο-βάτης (αρχ.), θαλασσοδοµέτρης (αρχ.), θαλασσοπόνος (πβ. γεωπόνος), θαλασσουργώ/-ός/-ία (αρχ.), θαλασσοαυλώ (αρχ.), θαλασσοδρόµος. Χώρος-µέσα ζωής: θαλασσόβιος (αρχ.), θαλασσοβίωτος, θαλασσοδίαιτος, θαλασσονόµος. Καλλιτεχνική ενασχόληση: θαλασσογραφία/-ος/- ώ. Πηγή βιωµάτων, συγκινήσεων, µόχθων, πικρίας: πικροθάλασσα, θαλασσοδέρνοµαι/-δαρµένος, θαλασσοµαχώ/-ία/-ος, θαλασσοπνίγοµαι, θαλασσοπνίχτης, θαλασσοπαλεύω, θαλασσογέννητος, θαλασσογέννηµα, θαλασσόθρεφτος, θαλασσόκλυστος, θαλασσοκοπώ, θαλασσόπλαγκτος (αρχ.), θαλασσόπληκτος, θαλασσόµοχθος, θαλασσοπλάνητος (αρχ.), θαλασσόλυκος. Πηγή εξουσίας: θαλασσοκράτωρ/-κρατορία, θαλασσοκρατώ/-ία (αρχ.), θαλασσοµέδων (αρχ. «κύριος τής θάλασσας»). Θαλασσινοί χαρακτηρισµοί: θαλασσόζωστος, θαλασσόλουστος, θαλασσοπέλαγος, θαλασσοτείχιστος, θαλασσόχρωµος, θαλασσοπόρφυρος, θαλασσοβραχής, θαλασσοβάφω/-ής, θαλασσοταραχή, θαλασσοφοβία, θαλασσαιµία (µεσογειακή αναιµία), θαλασσοθεραπεία, θαλασσασφάλεια, θαλασσοδάνειο (δάνειο που θα πληρωνόταν αν έφτανε το πλοίο στο λιµάνι!!), ανθρωποθάλασσα, λαοθάλασσα, φουσκοθαλασσιά, υποθαλάσσιος, επιθαλάσσιος, παραθαλάσσιος (οι αρχαίοι έλεγαν και ενθαλάσσιος και υπερθαλάσσιος).





Σάββατο 23 Απριλίου 2016

Φάροι: οι άγρυπνοι φρουροί και οδηγοί των θαλασσών

 Φάρος ονομάζεται ένα ειδικής και τυποποιημένης κατασκευής κτίσμα που οικοδομείται σε διάφορα σημεία των ηπειρωτικών ή νησιωτικών ακτών ή και επί βραχονησίδων, στο επάνω μέρος του οποίου φέρεται ειδικός μηχανισμός που φωτοβολεί, (εκπέμπει), συνήθως περιοδικό φως, χαρακτηριζόμενο εκ του σκοπού του ως ιδιαίτερο βοηθητικό μέσο στην ασφαλή ναυσιπλοϊα.

    Με το όνομα φάρος χαρακτηρίζεται τόσο το κτίσμα όσο και η μηχανή φωτοβολίας που είναι εγκατεστημένη σε αυτό.

Κάθε φάρος φέρει ιδιαίτερο όνομα (συνήθως της περιοχής εγκατάστασης), και γεωγραφικό στίγμα. Επίσης ιδιαίτερα στοιχεία κάθε φάρου είναι το ύψος του (της φωτιστικής εστίας του από της μέσης πλήμμης της στάθμης της θάλασσας) και η περιοδικότητα διαδοχής φωτοβολίας και σκότους. Το τελευταίο αυτό γνώρισμα καλείται χαρακτηριστικό φάρου (characteristic). Η περίπτωση ύπαρξης δύο φάρων με ίδιο χαρακτηριστικό στην ίδια γεωγραφική περιοχή πρέπει να θεωρείται αποκλεισμένη. Ο απαιτούμενος χρόνος για μια πλήρη επανάληψη του χαρακτηριστικού του φάρου ονομάζεται περίοδος φάρου. Η περιοδικότητα φάρου μετριέται σε λεπτά ή δευτερόλεπτα της ώρας. Τα ύψη των φάρων για λόγους ασφαλείας μετρώνται συνήθως σε πόδια ή μέτρα και αντιπροσωπεύουν το ύψος της εστίας και όχι όλου του κτίσματος από τη μέση πλήμμη (MHV) της θάλασσας.



  Όλα τα παραπάνω στοιχεία που προσδιορίζουν κάθε φάρο καθώς και οι εγκαταστάσεις αυτών περιλαμβάνονται στους φαροδείκτες. Στους ναυτικούς χάρτες οι φάροι συμβολίζονται με κόκκινο μικρό κύκλο ή με αστερίσκο συνοδευόμενο με κόκκινο λοβό στη γεωγραφική του θέση.


Οι φάροι στην αρχαιότητα
   
Η πρώτη αναφορά σε φωτοβόλο ναυτιλιακό βοήθημα περιέχεται στο Ομηρικό έπος και δικαιολογεί την χρήση ναυτιλιακών πυρσών  στις ελληνικές θάλασσες από την αρχαιότητα. Ο Όμηρος μας λέει πως τον 9 αιώνα π.Χ. μια τέτοια κατασκευή (εν είδει φάρου) υπήρξε στην είσοδο του Ελλήσποντου στην Άκρα Σιγεία, γνωστός και ως ναύσταθμος των Αχαιών στα χρόνια του Τρωικού πολέμου.Ο Όµηρος αναφέρει ήδη στην Ιλιάδα προσπάθεια επικοινωνίας των καραβιών µε τη στεριά µέσω της φωτιάς τη νύχτα . 

 Ίσως σε αυτό να προηγήθηκαν οι Φοίνικες, που άλλωστε αποτέλεσαν και τους δασκάλους των Ελλήνων στη ναυτιλία. Πάντως οι αρχαιότεροι αναφερόμενοι φάροι , ως πύργοι µε προορισμό να γίνονται ορατοί την ημέρα, χάρη στο ύψος τους και τη νύχτα µε τη φωτιά που άναβε στην κορυφή τους , είναι Ελληνικοί: στο Σίγειο της Τρωάδας , στο σηµερινό Γενί Σεχίρ, στον Πειραιά, στο Βόσπορο, την Κόρινθο , τη Σµύρνη.
Στους φάρους της αρχαιότητας θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον περίφημο Κολοσσό της Ρόδου,ενός από τα επτά θαύματα του κόσμου, παρόλο που η λειτουργία και η χρήση του ως φάρου θεωρείται ιδιότυπη, καθώς αποκλίνει από τη συνηθισμένη.
  Ο Κολοσσός της Ρόδου ήταν ένα τεράστιο σε διαστάσεις άγαλμα, το οποίο απεικόνιζε τον θεό Ήλιο. Ανεγέρθηκε από το Χάρη  το Λίνδιο,  μαθητή του Λύσιππου, τον 3ο αι. π. Χ..Ο Κολοσσός της Ρόδου δεν ήταν μόνο ένα έργο απαράμιλλης τέχνης και  αισθητικής. Χτίστηκε ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον θεό Ήλιο, προστάτη του νησιού, και συμβόλιζε την ελευθερία και ανεξαρτησία των Ροδίων. 
Ο Κολοσσός, ενσάρκωση του παντεπόπτη και ζωοδότη ήλιου, με την μπρούντζινη επιδερμίδα του να αντανακλά το φως του ήλιου, πρέπει να εντυπωσίαζε τους επισκέπτες ως πειστική εικόνα του θεού. Όπως παρατηρεί ο Φίλων ο Βυζάντιος,  ο γλύπτης Χάρης από τη Λίνδο είχε πετύχει το απίστευτο, κάνοντας τον θεό του «πραγματικό θεό». Ο Χάρης είχε δημιουργήσει έναν «δεύτερο Ήλιο, που αντίκριζε τον πρώτο».
Το βάθρο του αγάλματος ήταν από λευκό μάρμαρο. Το ότι τα πόδια του Κολοσσού ήταν ενωμένα, σήμαινε ότι ο Χάρης έπρεπε να δώσει λύσεις σε αρκετά τεχνικά προβλήματα. Μετά την αγκύρωση των πελμάτων του αγάλματος στο βάθρο ύψους 12 μέτρων, ο Χάρης κατασκεύασε έναν τεράστιο σκελετό από πέτρινα υποστυλώματα και σιδερένιες ράβδους, πάνω στον οποίο προσαρμόστηκαν χυτά μπρούντζινα φύλλα. Η γιγαντιαία μορφή, που ολοκληρώθηκε σε 12 χρόνια, καλύφθηκε με μπρούντζινη επένδυση. Όταν απομακρύνθηκε ο βοηθητικός τεχνητός γήλοφος που περιέβαλλε το άγαλμα, και ο Ήλιος αποκαλύφθηκε στους κατοίκους της Ρόδου, ο Χάρης πρέπει να άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης. Είχε επίσης πάρει αποτελεσματικά μέτρα κατά του κινδύνου των ισχυρών ανέμων, που θα μαστίγωναν την εύθραυστη κατασκευή. 


Ο Κολοσσός της Ρόδου
Το άγαλμα ήταν μια ευφυής «διαφήμιση» της πόλης που το ανήγειρε, απτή απόδειξη του πλούτου και της τεχνολογίας της. Δυστυχώς, όμως, γύρω στο 226 π. Χ., μόλις 60 χρόνια μετά τα αποκαλυπτήρια, ο Κολοσσός κατέρρευσε, καθώς τα γόνατά του τσακίστηκαν από ένα σεισμό. Πέφτοντας λέγεται ότι γκρέμισε 30 σπίτια. Χρησμός μαντείου λέει σχετικά με την πιθανή επανατοποθέτησή του «μην κινεί τα κείμενα» και ο Κολοσσός δεν στάθηκε ποτέ πια όρθιος.
Αποκορύφωμα αυτής της περιόδου είναι ένα από τα επτά θαύµατα της αρχαιότητας , ο Φάρος της Αλεξάνδρειας, ο φάρος του Σώστρατου του Κνίδιου στο μικρό νησάκι Φάρο και την ανατολική είσοδο του λιµανιού της Αλεξάνδρειας. Στη κορυφή του πύργου έκαιγαν µέρα νύχτα φλόγες και είχαν ακτινοβολία 300 σταδίων ,δηλαδή περίπου 200 χιλιομέτρων.



Ορόσημο των παγκόσμιων φάρων και φανών, όπως προαναφέρθηκε,  ήταν και είναι ο Φάρος της Αλεξάνδρειας. Ο φάρος κατασκευάστηκε κατά τον 3ο αι. π. Χ. , προκείμενου να καθοδηγεί τα πλοία με ασφάλεια στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Κατά τη διάρκεια της νύχτας αντανακλούσε τη λάμψη μιας μεγάλης φωτιάς, ενώ την ημέρα ύψωνε στον ουρανό μια μεγάλη στήλη καπνού. Αυτός ήταν ο πρώτος φάρος στον κόσμο και παρέμεινε στη θέση του για 1500 χρόνια.




 Το οικοδόμημα χτίστηκε πάνω σ`ένα νησάκι που λεγόταν Φάρος, εμπρός από τη Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Την περίφημη αυτή πόλη έχτισε ο Μέγας Αλέξανδρος, σε σχέδιο του αρχιτέκτονα Δεινοκράτη, όταν κατέλαβε την Αίγυπτο. Το οικοδόμημα πήρε το όνομα του νησιού. Χρειάστηκαν μάλλον 20 χρόνια, ώσπου να χτιστεί και ολοκληρώθηκε γύρω στο 280 π.χ. επί βασιλείας του Πτολεμαίου του Β`. Το κτίριο του φάρου ήταν έργο του αρχιτέκτονα Σώστρατου.
Το φάρο τον αποτελούσαν τρεις μαρμάρινοι πύργοι, χτισμένοι επάνω σε ένα κοινό θεμέλιο από πέτρινους ογκολίθους. Ο πρώτος πύργος ήταν τετράπλευρος και περιείχε διαμερίσματα για τους εργάτες και τους στρατιώτες. Από επάνω υπήρχε ένας δεύτερος οκταγωνικός, με σπειροειδές κεκλιμένο επίπεδο που οδηγούσε στον τελευταίο πύργο.Ο τελευταίος πύργος είχε σχήμα κυλίνδρου και στο εσωτερικό του έκαιγε η φωτιά, που οδηγούσε τα πλοία με ασφάλεια στο λιμάνι. Από επάνω του υπήρχε το άγαλμα του Διός Σωτήρος. Το συνολικό ύψος του φάρου ήταν 117 μέτρα.
Για τη συντήρηση της φωτιάς χρειάζονταν τεράστιες ποσότητες καύσιμων. Την τροφοδοτούσαν με ξύλα, που τα μετέφεραν χάρη στο σπειροειδές κεκλιμένο επίπεδο άλογα και μουλάρια. Πίσω από τη φωτιά υπήρχαν φύλλα ορείχαλκου, που αντανακλούσαν τη λάμψη προς τη θάλασσα. Τα πλοία μπορούσαν να την διακρίνουν από 50 χιλιόμετρα μακριά. 
Κατά το δωδέκατο μ.Χ. αιώνα το λιμάνι της Αλεξάνδρειας γέμισε από λάσπη και τα πλοία έπαψαν να το χρησιμοποιούν. Ο φάρος έπεσε σε αχρηστία. Ενδεχομένως τα φύλλα του ορειχάλκινου κατόπτρου αποσπάστηκαν και έγιναν νομίσματα.
Κατά το δέκατο τέταρτο αιώνα ένας σεισμός κατέστρεψε το φάρο. 
Μερικά χρόνια αργότερα οι Μουσουλμάνοι χρησιμοποίησαν τα υλικά του δια την κατασκευή ενός οχυρού. Το οχυρό αυτό ανακατασκευάστηκε και παραμένει ακόμη στη θέση του πρώτου φάρου στον κόσμο.



Οι φάροι στη Ρώμη και στο Βυζάντιο

  
Oι Pωµαίοι και οι Bυζαντινοί συνέχισαν την παράδοση των φάρων, ως διάδοχοι θαλασσοκράτορες. O φάρος της Kωνσταντινούπολης έδωσε µάλιστα το όνοµά του και στην παρακείµενη εκκλησία, την Παναγία του Φάρου, κτισµένη στα χρόνια του Kωνσταντίνου του E΄. Eνας άλλος φάρος στο Πανί, στην ακτή της Προποντίδας αποκαλύπτει µια δεύτερη χρήση αυτών των πύργων. 


Πέρα από τη σηµασία τους για τη ναυτιλία, οι Βυζαντινοί χρησιµοποιούσαν τους φάρους και ως φρυκτωρίες ή «καµινοβίγλια», ένα δίκτυο επικοινωνίας µέσω της φωτιάς,  που ξεκινούσε από τα νησιά και κατέληγε ακριβώς στο φάρο του Πανιού, στην Προποντίδα.
Οι πυρσοί στους αρχαίους και βυζαντινούς χρόνους ήταν κυλινδρικοί ή πυραμιδοειδείς πύργοι, που στην κορυφή τους έκαιγαν φωτιές (οι λεγόμενοι πυρσοί ανοικτής φλόγας).
 Απομεινάρι τέτοιας κατασκευής είναι η βάση του Φάρου των Χανίων, όπου στη συνεχεία οι Οθωμανοί ανήγειραν τον υπόλοιπο πύργο, που εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα. 

Φάρος Χανίων



Οι φάροι στην Ελλάδα μετά το 15ο αιώνα


Πλούσιο ιστορικό υλικό, που προήλθε από τη χαρτογράφηση του Αρχιπελάγους του Ιονίου και της Κρήτης, διασώζει µέσα του τις πληροφορίες, που επιτρέπουν την ιστορική αναπαράσταση ενός υποτυπώδους συστήµατος φωτισµού των λιµανιών και των ακτών κατά τον 17 ο, τον 18ο και τον πρώιμο 19ο αιώνα. Προκύπτει ότι από το 1650 υπήρχαν φάροι στα νερά του Αρχιπελάγους και της Κρήτης. Οι φάροι αυτοί κάλυπταν τα µεγάλα  λιµάνια εκείνης της εποχής όπως της Χίου (1420) ,της Ρόδου (1490),της Μυτιλήνης (1782) και πολλά λιµάνια της Κρήτης.
Φάρος Ηράκλειου
Φάρος Ρόδου



Πλησιάζοντας στον 19ο αιώνα οι ανάγκες της ναυτιλίας επέβαλαν όπως και σε όλη την Ευρώπη οργανωµένο δίκτυο φάρων . Στα νερά του Αιγαίου γύρω στα 1800 στις εισόδους των λιµανιών της Χίου ,της Μυτιλήνης , της Ρόδου ,των Χανίων , του Ηρακλείου , του Πειραιά , στοΈµβολο Θεσσαλονίκης και στη Μεθώνη από την πλευρά του Ιονίου , λειτουργούσαν φάροι µε διαφορετική µεταξύ τους λειτουργία και µορφή.


Κάβο Μαλιάς
Ο φάρος της Πάτρας
  
Παράλληλα µε την αγγλική κατοχή των Επτανήσων ,µια αλυσίδα από φάρους καλύπτει µέσα σε λίγες δεκαετίες το σύνολο των νησιών. Πρόκειται για τους πρώτους φάρους στον Ελλαδικό χώρο που κτίζονται µε συστηµατικό σχεδιασµό σύµφωνα µε τις προδιαγραφές του υπόλοιπου Ευρωπαϊκού δικτύου.Οι Άγγλοι άρχισαν κτίζοντας τους δύο φάρους της Κέρκυρας την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα και στη συνέχεια τους φάρους στο Γάιο και στη Λάκκα των Παξών το 1825. 


Το δίκτυο απλώθηκε στη συνέχεια καλύπτοντας το κανάλι της Λευκάδας ,το Βαθύ της Ιθάκης ,τις άκρες του κόλπου του Αργοστολίου στην Κεφαλονιά µε δύο φάρους, το Κρυονέρι Ζακύνθου και τέλος τις νησίδες Στροφάδες. Το 1850 άναβαν συνολικά 15 φάροι στα νησιά του Ιονίου, όταν στην ελεύθερη Ελλάδα υπήρχαν µόνο 9. Εδώ κυριαρχούν τα στρογγυλά πετρόκτιστα κτίσµατα µε αποκλειστική χρήση φάρου. 


Φάρος Ιθάκης(Βαθύ)
Φάρος Κέρκυρας

Ο φάρος των Οινουσών
Φάρος Λάκκας Παξών


Οι 10 ομορφότεροι φάροι της Ελλάδας

   Ένα από τα σημαντικότερα σύγχρονα μνημεία που δίνουν το στίγμα της Ελλάδας και την περίοπτη θέση που κατείχε ανέκαθεν η χώρα μας στην παγκόσμια ναυτική ιστορία αργοσβήνει, παραδομένο στη φθορά του χρόνου και την εγκατάλειψη. Στο ελληνικό φαρικό δίκτυο ανήκουν 120 πέτρινοι παραδοσιακοί φάροι, η κατασκευή των οποίων χρονολογείται μετά την Επανάσταση του 1821. Είχαν σχεδιαστεί ώστε πέραν της φωτιστικής πηγής τους να διαθέτουν και ανάλογους χώρους για τη διαμονή του φαροφύλακα αλλά και για την αποθήκευση πετρελαίου.
1.Άνδρος


   Ο φάρος Τουρλίτης στην Άνδρο, συγκαταλέγεται στους πιο όμορφους και μοναδικούς φάρους. Χτίστηκε το 1887 πάνω σε βράχο μέσα στη θάλασσα. Πρόκειται για τον μοναδικό φάρο που έχει κατασκευαστεί μέσα στη θάλασσα.
2. Κεφαλονιά(Φανάρι Αγίων θεοδώρων Αργοστολίου)


    Όταν το νησί τελούσε υπό αγγλική διοίκηση, λίγα χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση, στους Αγίους Θεοδώρους της Κεφαλονιάς χτίστηκε ο συγκεκριμένος φάρος, ο πύργος του οποίου έχει ύψος 8 μέτρα. Στα μέσα του 20ου αιώνα καταστράφηκε από σεισμό, αλλά ξαναχτίστηκε όπως ακριβώς ήταν.



3. Αντικύθηρα

  Στο νοτιότερο μέρος του νησιού, στο ακρωτήριο Απολυτάρες, χτίστηκε πριν 85 περίπου χρόνια ο συγκεκριμένος φάρος, που τότε συγκαταλεγόταν στους μεγαλύτερους φάρους πετρελαίου, ενώ μπορούσε κανείς να τον φτάσει μόνο με βαρκάκι.

4. Ναύπακτος




5. Χανιά



   Από τους παλαιότερους φάρους επί ελληνικού εδάφους, αυτός του παλιού ενετικού λιμανιού των Χανίων μετρά σχεδόν μισή χιλιετία παρουσίας στην κρητική γη, χτισμένος κατά τον Μεσαίωνα, όταν οι Ενετοί κυριάρχησαν στην Κρήτη. Βέβαια, την σημερινή του μορφή την πήρε με την πάροδο των αιώνων, και καθώς το νησί άλλαζε χέρια. Τελικά, οι Αιγύπτιοι επισκεύασαν τον φάρο κατά τον 19ο αιώνα, και του έδωσαν την μορφή μιναρέ, με εσωτερική σκάλα και γυάλινο πυργίσκο.

6. Λευκάδα

  Σε μια άλλη γωνιά του Ιονίου, και συγκεκριμένα στην τελευταία, πιο νότια γωνιά της Λευκάδας, το Κάβο Δουκάτο καμαρώνει  για τον φάρο του. Τα λευκά βράχια που τον φιλοξενούν έχουν μεγάλη και τραγική ιστορία, που περιλαμβάνει ανθρωποθυσίες στην αρχαιότητα και αυτοκτονίες ερωτευμένων στο Μεσαίωνα. Σήμερα, αποτελεί καλή ιδέα για θέαση ηλιοβασιλέματος, μετά από ένα μπάνιο στο Πόρτο Κατσίκι.
7. Λουτράκι

   Το ακρωτήριο Μελαγκάβι βρίσκεται κοντά στο Λουτράκι, ενώ ο φάρος που στέκεται περήφανα στην άκρη του είναι 105 ετών.
8. Ρόδος

  Στον Άγιο Νικόλαο της Ρόδου, και μέσα στο Κάστρο, οι Γάλλοι έχτισαν τον 19ο αιώνα το συγκεκριμένο φάρο.
9. Ταίναρο

   Στο Ακρωτήριο Ταίναρο βρίσκεται ο εμβληματικός Φάρος του Ταινάρου στη Λακωνική Μάνη που χτίστηκε από τους Γάλλους το 1882 και σηματοδοτεί το νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ελλάδας.



10. Σαντορίνη


       Ο φάρος στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης κατασκευάστηκε το 1892 από τη Γαλλική Εταιρεία Φάρων. Το ύψος του πύργου του είναι 10 μέτρα.








Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Η θάλασσα στη ζωγραφική: Έλληνες θαλασσογράφοι



Με  τον όρο "θαλασσογραφία" εννοούμε την εικαστική απεικόνιση κάποιου θαλασσινού τοπίου.


Claude Monet, Impression

Η
θαλασσογραφία έχει περίοπτη θέση στην ελληνική ζωγραφική, όπως εξάλλου και στην παγκόσμια
. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια «προέκταση» της τοπιογραφίας, που αποδίδει τη σχέση του ανθρώπου με τη θάλασσα και εκφράζει ειρηνικές στιγμές αλλά και πολεμικές. Σε ό.τι αφορά στη δεύτερη περίπτωση έχει ως στόχο να παρουσιάσει τους αγώνες των Ελλήνων για την εθνική ανεξαρτησία και να συντηρήσει τη μνήμη, αλλά η θάλασσα συμβολίζει γενικότερα και τον αέναο αγώνα του ανθρώπου στη ζωή, τις χαρές, τις ώρες της γαλήνης, αλλά και τις δυσκολίες, το φόβο, την εναγώνια προσπάθειά του, τις απογοητεύσεις και τις αποτυχίες. Ήρεμη και γαλήνια τη μια στιγμή, άγρια και φουρτουνιασμένη, την άλλη, όπως και η ζωή του ανθρώπου.



Ιωάννης Αλταμούρας Καϊκι στις Σπέτσες

Κορυφαίοι εκπρόσωποί της είναι ο Κωνσταντίνος Βολανάκης
 ο οποίος ακολουθεί πιστά τη Σχολή του Μονάχου και τον ακαδημαϊσμό της και ο Ιωάννης Αλταμούρας, ο οποίος θεωρείται από πολλούς κριτικούς της τέχνης, ότι έχει στραφεί προς τον ιμπρεσιονισμό.

Ιωάννης Αλταμούρας Κύματα

Κωνσταντίνος Βολανάκης Ιστιοφόρο και Ατμόπλοιο

Το θέμα της θαλασσογραφίας θεωρείται ως ιδιαιτέρως προσφιλές και από τους ζωγράφους και από το κοινό αλλά και από τους ειδικούς των δημοπρασιών.

 Οι θαλασσογραφίες στις δημοπρασίες μεγάλων οίκων είναι αυτές που συνήθως συγκεντρώνουν τις μεγαλύτερες τιμές.

Ιωάννης Αλταμούρας Το Λιμάνι του Helsingor

Ας δούμε όμως ποιοι ήταν οι δύο μεγάλοι Έλληνες θαλασσογράφοι του δεκάτου ενάτου αιώνα.

Ιωάννης Αλταμούρας Θαλασσοταραχή

Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης ή Βολονάκης (Ηράκλειο Κρήτης, 1837–Πειραιάς, 29 Ιουνίου 1907) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα. Οι γονείς του Βολανάκη κατάγονταν από την Βολάνη, ένα μικρό χωριό της περιοχής του Ρεθύμνου. Σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Karl von Piloty το 1860. Μετά την αποφοίτησή του από την Ακαδημία του Μονάχου, ο Βολανάκης εργάστηκε στο Μόναχο, την Βιέννη και την Τεργέστη. Το 1883 επέστρεψε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Από την ίδια χρονιά και μέχρι το 1903 δίδαξε στην Σχολή των Ωραίων Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) της Αθήνας, αρχικά το μάθημα της Στοιχειώδους Γραφής και αργότερα το μάθημα της Αγαλματογραφίας. Πέθανε στον Πειραιά το 1907.
Η θάλασσα, τα πλοία και τα λιμάνια ήταν η μόνιμη πηγή έμπνευσης του Βολανάκη. Μαζί με τον Θεόδωρο Βρυζάκη, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Νικόλαο Γύζη και τον Γεώργιο Ιακωβίδη, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Ωστόσο τα ιδιαιτέρως φωτεινά έργα του — όπως π.χ. το γνωστό Πανηγύρι του Μονάχου — δείχνουν κάποιες ιμπρεσιονιστικές τάσεις.
 Οι θαλασσογραφίες του κοσμούν τις σημαντικότερες αίθουσες της Αυστρίας και της Ελλάδας, ακόμη και του ηλεκτρικού σταθμού (μετρό) του Πειραιά, ενώ κάποιοι άλλοι πίνακές του πωλήθηκαν σε διεθνείς δημοπρασίες για εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.


Κωνσταντίνος Βολανάκης Ψαρόβαρκα σε ταραγμένα νερά

Το Νοέμβριο του 2008 το έργο του «Η Αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο» σημείωσε νέο ιστορικό ρεκόρ για τιμή ελληνικού πίνακα σε δημοπρασία, πλησιάζοντας το ποσό των 2 εκατομμυρίων ευρώ.
Ο Κ. Βολανάκης πέθανε πάμφτωχος το 1907. Στην τελευταία του κατοικία, όπως έγραφε ο Παύλος Νιρβάνας, τον συνόδεψαν μόλις πέντε άνθρωποι.


Κ. Βολανάκης, Η αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο


Ο Ιωάννης Αλταμούρας (Φλωρεντία ή Νεάπολη Ιταλίας, 1852 – Σπέτσες, Μάιος 1878) ήταν Έλληνας ζωγράφος του 19ου αι., ο οποίος διακρίθηκε κυρίως για τις θαλασσογραφίες του.

Πατέρας του ήταν ο Ιταλός ζωγράφος και επαναστάτης Francesco Saverio Altamura και μητέρα του η Σπετσιώτισσα αρχοντοπούλα και πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα. 
Από τα παιδικά του χρόνια, ο Ιωάννης έδειξε την έμφυτη κλίση του προς την ζωγραφική. Έγινε δεκτός στην Σχολή των Τεχνών (την μετέπειτα «Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών» της Αθήνας), όπου μελέτησε ζωγραφική κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα κατά την διετία 1871–1872.
 Με υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου Α΄, συνέχισε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη κατά την περίοδο 1873–1876 κοντά στον Carl Frederik Sørensen. Το 1875, και ενώ βρίσκονταν ακόμα στην Κοπεγχάγη, έστειλε στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα το έργο του Το λιμάνι της Κοπεγχάγης, για το οποίο τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο β΄ τάξεως. 
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, άνοιξε εργαστήριο ζωγραφικής στην Αθήνα, ενώ η φήμη του άρχισε να αυξάνεται. Προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε το 1878, σε ηλικία 26 ετών.
Πεθαίνοντας νέος, ο Ιωάννης Αλταμούρας άφησε πίσω του λίγα αλλά αξιοθαύμαστα ζωγραφικά έργα. Οι θαλασσογραφίες του δείχνουν ένα ταλέντο τουλάχιστον ισάξιο του άλλου μεγάλου θαλασσογράφου του 19ου αι., του Κωνσταντίνου Βολανάκη.
 Το 1878, χρονιά του θανάτου του, δύο πολεμικές θαλασσογραφίες του — η Πυρπόληση της πρώτης οθωμανικής φρεγάτας στην Ερεσό από τον Παπανικολή και η Ναυμαχία του ναυάρχου Μιαούλη εναντίον δύο οθωμανικών φρεγατών στην είσοδο της Πάτρας — παρουσιάστηκαν στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού. Ο δεύτερος πίνακας παρουσιάστηκε και στην Έκθεση Μνημείων του Ιερού Αγώνα στο Πολυτεχνείο της Αθήνας το 1884. Τέλος, μία θαλασσογραφία του παρουσιάστηκε στην Διεθνή Έκθεση της Ρώμης το 1911. 
Αν και οι τεχνοκριτικοί τον κατατάσσουν στην ακαδημαϊκή «Σχολή του Μονάχου», εντούτοις η φωτεινότητα των έργων του, ο ανοιχτός ορίζοντας και η κίνηση δείχνουν ότι ο Αλταμούρας είχε αρχίσει να ξεπερνάει την αυστηρή τελειότητα του ακαδημαϊσμού και να στρέφεται προς τον ιμπρεσιονισμό.

Ιω. Αλταμούρας, Το λιμάνι της Κοπεγχάγης


Ιω. Αλταμούρας, Η ναυμαχία των Πατρών