Με τον παππού μας τον Όμηρο, τον ιστορικό Ξενοφώντα, το μεγάλο «θεολόγο» της αρχαιότητας Αισχύλο, αλλά, και με τα έργα άλλων αρχαίων και σύγχρονων ποιητών, ιστορικών και συγγραφέων, η θάλασσα και γενικότερα το υγρό στοιχείο εισβάλλει μέσα στο έργο των Ελλήνων πνευματικών δημιουργών.
«Την θάλασσα την θάλασσα ποιος θα την εξαντλήσει» γράφει ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης.
«Την θάλασσα την θάλασσα ποιος θα την εξαντλήσει» γράφει ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης.
Και θα ήταν πραγματικά παράδοξο, αν η θάλασσα δεν κατείχε, όχι μόνο σημαντική θέση μέσα στο έργο χιλιάδων Ελλήνων ποιητών και συγγραφέων, αλλά και, αν δεν πρυτάνευε και δέσμευε σε δεκάδες από αυτούς τη συνολική πνευματική τους δημιουργία.
Και είναι φυσικό, μιας και είμαστε ένας λαός θαλασσινός και, ακόμα, εξαιτίας των πολιτικών συνθηκών, της φτώχειας και του άγονου ελληνικού εδάφους εξαιτίας των οποίων το ελληνικό έθνος ανέκαθεν αιμορραγούσε.
Ο νέος ανθός της μητέρας πατρίδας είτε μετανάστευε σε άλλες πλουσιότερες χώρες για καλύτερη τύχη, είτε έφευγε με την οικογένειά του σαν πολιτικός πρόσφυγας, είτε ναυτολογούνταν στα εμπορικά πλοία των μεγάλων ναυτιλιακών εταιρειών, για να βοηθήσει την οικογένειά του, να αποκτήσει ένα καλό εισόδημα, αλλά και γιατί πίστευε ότι η θάλασσα έχει «χρήμα», όπως συνήθως λένε οι ναυτικοί.
Η ελληνική ιστορική μοίρα είναι πάντοτε άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θάλασσα. Αλλά και ο καθημερινός βίος των Ελλήνων, μιας, και οι κάτοικοι των εκατοντάδων νησιών μας και όχι μόνο, είναι θαλασσινοί.
Ο νέος ανθός της μητέρας πατρίδας είτε μετανάστευε σε άλλες πλουσιότερες χώρες για καλύτερη τύχη, είτε έφευγε με την οικογένειά του σαν πολιτικός πρόσφυγας, είτε ναυτολογούνταν στα εμπορικά πλοία των μεγάλων ναυτιλιακών εταιρειών, για να βοηθήσει την οικογένειά του, να αποκτήσει ένα καλό εισόδημα, αλλά και γιατί πίστευε ότι η θάλασσα έχει «χρήμα», όπως συνήθως λένε οι ναυτικοί.

Η ελληνική ιστορική μοίρα είναι πάντοτε άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θάλασσα. Αλλά και ο καθημερινός βίος των Ελλήνων, μιας, και οι κάτοικοι των εκατοντάδων νησιών μας και όχι μόνο, είναι θαλασσινοί.
Η θαλασσινή περιπέτεια, το ταξίδι με όλα τα θετικά και αρνητικά του, η εξερεύνηση άλλων τόπων, η διαρκής ξενιτιά, οι οικογένειες που μένουν πίσω περιμένοντας τους δικούς τους, οι δυσκολίες των ναυτικών κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, οι προσωπικές τους περιπέτειες πάνω στο καράβι και στα διάφορα μπάρκα τους, η πάλη τους με τα στοιχεία της φύσης, τους ανέμους, τις θαλασσοταραχές, τις φουρτούνες, τις καταιγίδες και άλλα φοβερά και τρομερά της θαλασσινής ζωής είναι τα προβλήματα εκείνα που μεταγγίζονται μέσα στο έργο των δεκάδων συγγραφέων.
Η θάλασσα είναι ένα από τα πιο σταθερά και επαναλαμβανόμενα μοτίβα διαχρονικά μέσα στην ελληνική γραμματεία. Τόσο στον ποιητικό όσο και στον πεζό λόγο.
Κάτω από αυτό το πρίσμα δεν μπορεί να τεθεί, αν είναι δόκιμος ο όρος"Θαλασσινή Λογοτεχνία", "Λογοτεχνία του Καταστρώματος¨", "Λογοτεχνία και Θάλασσα".
Όποιον τίτλο και αν θέσουμε, θα είμαστε σαφείς στις διάφορες ερμηνευτικές υποδηλώσεις του.
Στο περιοδικό που εξέδιδε ο Μάριος Βαϊάνος «Ορίζοντες» από τον Γενάρη έως τον Οκτώβρη του 1944 ανάμεσα στα άλλα ενδιαφέροντα κείμενα υπάρχει και ένα δοκίμιο του Γιώργου Θεοτοκά σχετικά με το θέμα. Ο τίτλος του είναι «Οι ποιητές της Θάλασσας». Με αφορμή το άρθρο αυτό μπορούμε να γράψουμε ότι, έκτοτε δημοσιεύτηκαν δεκάδες άρθρα, μελέτες, δοκίμια, που διαπραγματεύονταν το θέμα. Πρέπει να τονίσουμε ότι και οι πεζογράφοι, όπως, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (1899) δημοσιεύει τα «Λόγια της Πλώρης», ο Φώτης Κόντογλου το (1944) με το έργο του «Έλληνες θαλασσινοί στις θάλασσες της Νοτιάς» αλλά και με άλλα του έργα, ο Γιάννης Μαγκλής (1954) με τους «Κοντραμπατζήδες του Αιγαίου» και άλλα, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Νίκος Καζαντζάκης «συναγωνίζονται» τους ποιητές, που κατά κόρον αναφέρονται στο θαλάσσιο στοιχείο.
Όποιον τίτλο και αν θέσουμε, θα είμαστε σαφείς στις διάφορες ερμηνευτικές υποδηλώσεις του.
Στο περιοδικό που εξέδιδε ο Μάριος Βαϊάνος «Ορίζοντες» από τον Γενάρη έως τον Οκτώβρη του 1944 ανάμεσα στα άλλα ενδιαφέροντα κείμενα υπάρχει και ένα δοκίμιο του Γιώργου Θεοτοκά σχετικά με το θέμα. Ο τίτλος του είναι «Οι ποιητές της Θάλασσας». Με αφορμή το άρθρο αυτό μπορούμε να γράψουμε ότι, έκτοτε δημοσιεύτηκαν δεκάδες άρθρα, μελέτες, δοκίμια, που διαπραγματεύονταν το θέμα. Πρέπει να τονίσουμε ότι και οι πεζογράφοι, όπως, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (1899) δημοσιεύει τα «Λόγια της Πλώρης», ο Φώτης Κόντογλου το (1944) με το έργο του «Έλληνες θαλασσινοί στις θάλασσες της Νοτιάς» αλλά και με άλλα του έργα, ο Γιάννης Μαγκλής (1954) με τους «Κοντραμπατζήδες του Αιγαίου» και άλλα, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Νίκος Καζαντζάκης «συναγωνίζονται» τους ποιητές, που κατά κόρον αναφέρονται στο θαλάσσιο στοιχείο.
Στον ποιητικό λόγο ενδεικτικά οφείλουμε να αναφέρουμε τον Κλέαρχο Σ. Μιμίκο, ο οποίος βραβεύτηκε με τη γνωστή ποιητική του σύνθεση (1933) «Η εξομολόγηση του γέρο ναυτικού», τα δεκάδες ποιήματα του Γεωργίου Στρατήγη, του υμνητή της Φρεαττώς Λάμπρου Πορφύρα, το Νίκο Καββαδία-τον κατεξοχήν ποιητή της θάλασσας, τον αξεπέραστο Οδυσσέα Ελύτη, το Γιώργο Σεφέρη, τον Κώστα Ουράνη και το Γιώργο Δροσίνη, το Ρώμο Φιλύρα, το Στέλιο Γεράνη, και μια σειρά άλλων ποιητικών φωνών, που κατά κάποιον τρόπο «συνοψίζονται» στον υμνητή της θάλασσας , το δημιουργό που κατεξοχήν ασχολήθηκε στο ποιητικό του έργο με το θέμα αυτό.
Κοντά στους ποιητές και πεζογράφους οφείλουμε να μνημονεύσουμε ενδεικτικά τους δυο μεγάλους μας θαλασσογράφους. Τον Κωνσταντίνο Βολανάκη, και τον Ιωάννη Κούτση.
Το στοιχείο αυτό της φύσης, η θάλασσα, ενέπνευσε όλους τους καλλιτέχνες μέσα στο πέρασμα των χρόνων, που μας κληροδότησαν έργα σημαντικά και διαχρονικά. Πολλά από αυτά, μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και διαβάστηκαν από ανθρώπους σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Αυτό μας δείχνει ότι εκτός των άλλων, κάποια από αυτά τα έργα, αποτέλεσαν διαφήμιση για τον ελληνικό πολιτισμό και τις ομορφιές της χώρας μας. Η θάλασσα για την Ελλάδα, ήταν και είναι ένα από τα σημαντικότερα τουριστικά μας προϊόντα, όπως και ο ελληνικός πολιτισμός.
Μέσω της λογοτεχνίας και φυσικά της μυθολογίας, άνθρωποι που έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ενδιαφέροντα, αγάπησαν και ονειρεύτηκαν την Ελλάδα, μέσα από τις σελίδες κάποιου βιβλίου, μέσα από τα λόγια του Ελύτη, του Σολωμού και φυσικά του Ομήρου. Άλλωστε, μερικές φορές αυτό που μαγεύει και προσελκύει, είναι αυτό που δεν φαίνεται σε μια διαφήμιση, αλλά αυτό που φαντάζεται κανείς ότι θα δει. Τα λόγια που έγραψαν όλοι οι μεγάλοι Έλληνες συγγραφείς και ποιητές, παρουσιάζουν με μεγαλύτερη ακρίβεια την ελληνική ομορφιά, το κάλλος αυτής χώρας, από οποιοδήποτε τουριστικό σλόγκαν ή λογότυπο. Είναι λόγια τα οποία μένουν σταθερές αξίες μέσα στον χρόνο. Η Ελλάδα είναι μια χώρα πλούσια και σε φυσική ομορφιά και σε συγγραφικό πλούτο.
Όλοι σχεδόν οι μεγάλοι λογοτέχνες της χώρας μας, έχουν αναφερθεί έστω και μια φορά, μέσα στα έργα τους σε αυτό το εκπληκτικό στοιχείο της φύσης, τη θάλασσα. Κάποιοι την αγάπησαν πολύ και την εξύμνησαν μέσα από τα έργα τους. Της αφιέρωσαν ολόκληρες σελίδες, την ταξίδεψαν, την νοστάλγησαν, την προσωποποίησαν, την ονειρεύτηκαν και την περιέγραψαν γλαφυρά. Οι περισσότεροι Έλληνες λογοτέχνες είχαν πολύ στενές σχέσεις με τη θάλασσα. Μοναχικοί άνθρωποι, κατά κύριο λόγο, ένιωθαν ίσως, ότι και η θάλασσα ήταν μοναχική σαν και αυτούς. Ίσως πίστευαν ότι όχι μόνο αντικατόπτριζε το πρόσωπο τους το θαλασσινό νερό, αλλά και κάτι παραπάνω που τους συνέδεε.
Σε αυτήν την ανάρτηση θα ασχοληθούμε με τη θάλασσα και πώς αυτή παρουσιάζεται από κάποιους από τους μεγαλύτερους Έλληνες συγγραφείς και ποιητές. Με ποιες λέξεις διάλεξαν να την περιγράψουν, τι σήμαινε για αυτούς, τι συμβόλιζε και τι ήταν αυτό που έκανε τους ίδιους να την αγαπήσουν. Θα προσπαθήσουμε μέσα από τα έργα τους, να δούμε από πού πηγάζει γενικά, η αγάπη και ο έρωτας των ανθρώπων για τη θάλασσα.
Αρχικά, θα αναφερθούμε στην παρουσία της θάλασσας, μέσα στα έργα κάποιων από τους μεγαλύτερους Έλληνες συγγραφείς, της νεότερης λογοτεχνίας και πεζογραφίας. Πώς την «έβλεπε», ο καθένας από αυτούς ξεχωριστά και τι χαρακτηρισμούς χρησιμοποίησαν για να την περιγράψουν.
Θα ξεκινήσουμε με τον Α.Παπαδιαμάντη και τα έργα του, μετά θα συνεχίσουμε με τους Φ. Κόντογλου, Σ. Μυριβήλη και Η. Βενέζη.

Το στοιχείο αυτό της φύσης, η θάλασσα, ενέπνευσε όλους τους καλλιτέχνες μέσα στο πέρασμα των χρόνων, που μας κληροδότησαν έργα σημαντικά και διαχρονικά. Πολλά από αυτά, μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και διαβάστηκαν από ανθρώπους σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Αυτό μας δείχνει ότι εκτός των άλλων, κάποια από αυτά τα έργα, αποτέλεσαν διαφήμιση για τον ελληνικό πολιτισμό και τις ομορφιές της χώρας μας. Η θάλασσα για την Ελλάδα, ήταν και είναι ένα από τα σημαντικότερα τουριστικά μας προϊόντα, όπως και ο ελληνικός πολιτισμός.
Μέσω της λογοτεχνίας και φυσικά της μυθολογίας, άνθρωποι που έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ενδιαφέροντα, αγάπησαν και ονειρεύτηκαν την Ελλάδα, μέσα από τις σελίδες κάποιου βιβλίου, μέσα από τα λόγια του Ελύτη, του Σολωμού και φυσικά του Ομήρου. Άλλωστε, μερικές φορές αυτό που μαγεύει και προσελκύει, είναι αυτό που δεν φαίνεται σε μια διαφήμιση, αλλά αυτό που φαντάζεται κανείς ότι θα δει. Τα λόγια που έγραψαν όλοι οι μεγάλοι Έλληνες συγγραφείς και ποιητές, παρουσιάζουν με μεγαλύτερη ακρίβεια την ελληνική ομορφιά, το κάλλος αυτής χώρας, από οποιοδήποτε τουριστικό σλόγκαν ή λογότυπο. Είναι λόγια τα οποία μένουν σταθερές αξίες μέσα στον χρόνο. Η Ελλάδα είναι μια χώρα πλούσια και σε φυσική ομορφιά και σε συγγραφικό πλούτο.
Όλοι σχεδόν οι μεγάλοι λογοτέχνες της χώρας μας, έχουν αναφερθεί έστω και μια φορά, μέσα στα έργα τους σε αυτό το εκπληκτικό στοιχείο της φύσης, τη θάλασσα. Κάποιοι την αγάπησαν πολύ και την εξύμνησαν μέσα από τα έργα τους. Της αφιέρωσαν ολόκληρες σελίδες, την ταξίδεψαν, την νοστάλγησαν, την προσωποποίησαν, την ονειρεύτηκαν και την περιέγραψαν γλαφυρά. Οι περισσότεροι Έλληνες λογοτέχνες είχαν πολύ στενές σχέσεις με τη θάλασσα. Μοναχικοί άνθρωποι, κατά κύριο λόγο, ένιωθαν ίσως, ότι και η θάλασσα ήταν μοναχική σαν και αυτούς. Ίσως πίστευαν ότι όχι μόνο αντικατόπτριζε το πρόσωπο τους το θαλασσινό νερό, αλλά και κάτι παραπάνω που τους συνέδεε.
Σε αυτήν την ανάρτηση θα ασχοληθούμε με τη θάλασσα και πώς αυτή παρουσιάζεται από κάποιους από τους μεγαλύτερους Έλληνες συγγραφείς και ποιητές. Με ποιες λέξεις διάλεξαν να την περιγράψουν, τι σήμαινε για αυτούς, τι συμβόλιζε και τι ήταν αυτό που έκανε τους ίδιους να την αγαπήσουν. Θα προσπαθήσουμε μέσα από τα έργα τους, να δούμε από πού πηγάζει γενικά, η αγάπη και ο έρωτας των ανθρώπων για τη θάλασσα.
Αρχικά, θα αναφερθούμε στην παρουσία της θάλασσας, μέσα στα έργα κάποιων από τους μεγαλύτερους Έλληνες συγγραφείς, της νεότερης λογοτεχνίας και πεζογραφίας. Πώς την «έβλεπε», ο καθένας από αυτούς ξεχωριστά και τι χαρακτηρισμούς χρησιμοποίησαν για να την περιγράψουν.
Θα ξεκινήσουμε με τον Α.Παπαδιαμάντη και τα έργα του, μετά θα συνεχίσουμε με τους Φ. Κόντογλου, Σ. Μυριβήλη και Η. Βενέζη.
Ακολούθως,θα ασχοληθούμε με τους Έλληνες ποιητές και πώς διάλεξαν
να εκφράσουν τα συναισθήματα τους για τη θάλασσα, καθώς και τι συμβόλιζε για
αυτούς.
Θα αρχίσουμε με τον Ν. Καββαδία και θα συνεχίσουμε με τους Ο. Ελύτη, Γ. Σεφέρη και Δ. Σολωμό.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Ο Παπαδιαμάντης έγραψε κοινωνικά, ρεαλιστικά ψυχογραφήματα,
χρησιμοποιώντας αμιγώς καθαρεύουσα γλώσσα με ιδιωματισμούς της Σκιάθου.
Με τον τρόπο αυτό έκανε τα έργα του ιδιαίτερα και τα συνέδεσε με την καταγωγή
του. Αγαπούσε πολύ το νησί του τη Σκιάθο και εμπνεόταν από αυτή. Έγραψε για
τη ζωή στο νησί, για νησιώτες, ναυτικούς και ψαράδες.
Ως φυσιολάτρης που ήταν, έγραψε πολύ για τη φύση την οποία θαύμαζε και λάτρευε, τα βουνά, τα δέντρα, τα λουλούδια και τη θάλασσα. Η φύση έπαιξε σημαντικό ρόλο στα έργα του και η θάλασσα συγκεκριμένα, μοιάζει πολλές φορές να είναι ένας από τους ήρωες της πλοκής.
Ένα από τα πιο γνωστά και όμορφα διηγήματα του Αλ. Παπαδιαμάντη, είναι το "Όνειρο στο κύμα". Στο διήγημά του αυτό, ο ήρωας είναι ένας απλός νησιώτης βοσκός, που ερωτεύεται την γειτονοπούλα του. Ο Παπαδιαμάντης δίνει μια ερωτική διάσταση την θάλασσα, η οποία ήταν και ο τόπος συνάντησης των δυο ηρώων. Ο αφηγητής περιγράφει ένα απόγευμα που ο βοσκός έβγαλε το κοπάδι του για βοσκή, πάνω στα απόκρημνα βράχια και δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην θάλασσα, αναφέροντας «…είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την ‘ελιμπίστηκα’ κ’ ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω» . Η κορύφωση του έργου διαδραματίζεται στον γιαλό, ένα αυγουστιάτικο δειλινό. Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει το περιβάλλον, που ετοιμάζεται να υποδεχτεί το γυμνό κορμί της ηρωίδας Μοσχούλας, ως έναν παράδεισο, «…μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια…»
. Παρακάτω στο διήγημα, ο αφηγητής κάνει και μια αναφορά σε θαλάσσιες θηλυκές θεότητες «…αί νύμφαι των θαλασσών..» , οι οποίες φαίνονται να «…είχον ευτρεπίσει και στολίσει…» , το θαλάσσιο άντρο.
Με την αναφορά του αυτή, ο Παπαδιαμάντης δείχνει την αγάπη του για τη λαϊκή παράδοση και μυθολογία, δίνοντας μια θεϊκή διάσταση στον θαλάσσιο χώρο.
Στο διήγημα του "Η νοσταλγός", το τοπίο είναι πάλι παραθαλάσσιο και η υπόθεση διαδραματίζεται μια θερμή νύκτα του Μαΐου. Είναι μια ακόμα ιστορία αγάπης, αλλά και νοσταλγίας. Στο έργο αυτό, η ηρωίδα Λιαλιώ, μαζί με έναν νεαρό τον Μάνθο, κλέβουν μια βάρκα και βγαίνουν για βαρκάδα. Όπως και στο "Όνειρο στο κύμα", ο νεαρός Μάνθος μοιάζει να μην μπορεί να αντισταθεί στην ομορφιά της θάλασσας, όπως δεν μπορεί να αντισταθεί στην ομορφιά της ηρωίδας.
Ο Παπαδιαμάντης για να μεταφέρει την έλξη που υπάρχει ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, την συμβολίζει με την έλξη που υπάρχει ανάμεσα στο θαλάσσιο κύμα και στην αμμουδιά, «..τα κύματα κατεπίνοντο υπό της άμμου, χωρίς να αποκάμνωσι ταύτα από το αιώνιον μονότονο παιγνίδιον, χωρίς να χωρταίνη εκείνη από το αέναον αλμυρόν πότισμα» . Προς το τέλος του διηγήματος, ο αφηγητής συγκρίνει την γυναίκα με τη θάλασσα και εντοπίζει ομοιότητες ανάμεσα στις δυο. Αναφέρει ότι και η θάλασσα είναι όσο φλύαρη είναι και μια γυναίκα, που όμως κρατά κρυμμένα τα μυστικά της. Επίσης αναφέρει ότι όσο δύσκολο είναι να ανακαλύψει ένας άντρας ίχνος από ξένα φιλιά, στα χείλη της αγαπημένης του, τόσο δύσκολο είναι να βρει κανείς τα ίχνη μιας βαρκούλας στην απέραντη θάλασσα, «Η θάλασσα φλύαρος καθώς η γυνή, είναι όσον αυτή εχέμυθος, και ποτέ δεν διηγείται το μυστικόν της. Όσον είναι δυνατόν να εύρη τις τα ίχνη των αλλότριων φιλημάτων επί των χειλέων της γυναικός, άλλο τόσον είναι δυνατόν να εύρη επί της αχανούς κυανής εκτάσεως τα ίχνη της βαρκούλας».
Στο μυθιστόρημα "Έμποροι των εθνών", ο Παπαδιαμάντης γράφει για μια απαγορευμένη ή αδύνατη αγάπη μιας παντρεμένης γυναίκας. Χρησιμοποιεί, για ακόμα μια φορά, τη θάλασσα ως μέρος του όλου σκηνικού, στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Η ηρωίδα του έργου, μοιράζεται, κατά κάποιο τρόπο τις ανησυχίες της και τους προβληματισμούς της με τη θάλασσα, διότι είναι η μόνη που μπορεί να την καταλάβει και να κρατήσει τα μυστικά της. Η Αυγούστα, η ηρωίδα του έργου, «χάνεται» κοιτώντας την «… μειδιώσα και παίζουσα…» , αλλά και «…μυστηριώδη, βαθιά και ακαταμέτρητος…» θάλασσα, επιθυμώντας η εικόνα της «…να εγγραφή εν τη καρδιάν της…» .
Το διήγημα "Άνθος του γιαλού", είναι ένα θαλασσινό παραμύθι. Αναφέρεται σε έναν ψαρά που ζει μόνος του σε ένα καλύβι, γνωστό ως «της Λουλούδως το Καλύβι», που είχε τη φήμη του στοιχειωμένου. Ο ήρωας αυτού του διηγήματος, ο Μάνος, βλέπει ένα φως να φέγγει μεσοπέλαγα τα βράδια, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει ούτε από πού έρχεται, ούτε τι φως είναι. Αργότερα σε μια συζήτηση θα ακούσει μια ιστορία , έναν τοπικό θρύλο για το φως που μόνο αυτός έβλεπε, για μια κοπέλα που περίμενε το Βασιλόπουλο της να έρθει μέσω θαλάσσης από τον πόλεμο για να παντρευτούν, το Βασιλόπουλο όμως είχε αιχμαλωτιστεί και δεν ήρθε. Τότε, αναφέρει ο Παπαδιαμάντης «τα δάκρυα της κόρης επίκραναν το κύμα τα’ αλμυρό…ένα λουλουδάκι αόρατο , μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ανάμεσα στους δυο αυτούς βράχους…έγινεν ανθός, αφρός του κύματος. Κ’ η Σπίθα εκείνη, η φωτιά του πελάγους…είναι η ψυχή του Βασιλόπουλου… .
Το "Φλώρα η Λαύρα", είναι ένα διήγημα για μια βόλτα στην παραλία. Εκεί, ο αφηγητής παρουσιάζει τη θάλασσα ως «…άντρο της Γοργόνος…» , την οποία ακούει να κελαηδά από τα βάθη της. Ο Παπαδιαμάντης, ό,τι δεν μπορεί να δει, το φαντάζεται με εικόνες από τη μυθολογία, αναφέροντας όμως, επηρεασμένος από τα θρησκευτικά βιβλία, ότι η θάλασσα είναι «…άτρωτος εις τα μάγια…» .
Αναφορά στις γοργόνες γίνεται και στο διήγημα "Η στοιχειωμένη κάμαρα", όπου οι γοργόνες παίζουν και χαίρονται «…κάτω εις τον μαγικό πυθμένα…» .
Στο διήγημα "Έρως-Ηρώς", ο ήρωας, για ακόμη μια φορά, «…ήτο άνθρωπος της θαλάσσης και όχι της στεριάς…» και δούλευε στο καράβι που ετοιμαζόταν να μεταφέρει την αγαπημένη του, μετά το γάμο της με κάποιον άλλον. Ο ήρωας του έργου, πλάθει με το μυαλό του μια ιστορία, κατά την οποία ο ίδιος θα προξενούσε ένα ατύχημα, με σκοπό να διασώσει την αγαπημένη του κολυμπώντας μαζί της. Η ιστορία αυτή, έχει πολλά κοινά στοιχεία με το "Όνειρο στο κύμα", μιας και αναφέρονται και τα δυο στην διάσωση των ηρωίδων από τους κεντρικούς ήρωες των διηγημάτων, οι οποίοι έτσι εκφράζουν τον κρυφό έρωτά τους για αυτές.
Στο διήγημα "Έρως-Ηρώς", ο Παπαδιαμάντης αναφέρει ότι η θάλασσα επηρεάζεται από το γεγονός ότι περιβάλλει αυτόν και την αγαπημένη του, γράφοντας «…δια μιαν φοράν ας γίνει γλυκιά η πικρή και αλμυρά θάλασσα… . Με τα λόγια αυτά, ο συγγραφέας, θέλει να αποδώσει δικά του χαρακτηριστικά στην θάλασσα. Για τον λόγο αυτό, η θάλασσα γίνεται ‘πικρή’, περιγράφοντας έτσι την πικρία που νιώθει ο ήρωας, που βλέπει την αγαπημένη του να είναι παντρεμένη με άλλον άντρα. Με την είσοδο όμως της κοπέλας στο νερό, αλλά και στην αγκαλιά του ήρωα, η θάλασσα γίνεται ‘γλυκιά’, αποκτώντας προσωρινά αυτό το χαρακτηριστικό της κοπέλας-ηρωίδας του διηγήματος. Στο ίδιο διήγημα, η θάλασσα παρουσιάζεται προσωποποιημένη, αποκτώντας τη μητρική ιδιότητα. Ο ήρωας του διηγήματος νανουρίζεται «…δια της απαλωτέρας μητρικής θωπείας…» της , μιας και «…ήτον παιδί της θάλασσας… . Την παρουσιάζει ως δεύτερη μητέρα του, πιο αγαπημένη και πιο κοντά σε αυτόν και την συγκρίνει με την πραγματική του μητέρα αναφέροντας ότι για εκείνη «…ήτο πλέον μεγάλος και ηλικιωμένος υιός… και δεν τον αγκάλιαζε ή δεν τον νανούριζε πια, ενώ η μάνα-θάλασσα, που ήταν πάντα μεγάλη και πολύ μεγαλύτερη από τον ίδιο, του φερόταν πάντα σαν να «…ήτο ακόμη μικρόν, πολύ μικρόν τέκνον της .
«Πικρόν ύδωρ» όμως είναι και το θαλασσινό νερό το οποίο πνίγει την κεντρική ηρωίδα, του σημαντικότερου έργου του την " Φόνισσα". Εκεί, ηρωίδα είναι η Φραγκογιαννού, φόνισσα δυο νηπίων, το ένα εκ των οποίων, το ίδιο της το εγγόνι, με σκοπό να τα σώσει από τους ίδιους τους, τους γονείς. Η φόνισσα μετά την πράξη της, προσπαθεί να διαφύγει τη σύλληψη και κρύβεται σε μια σπηλιά κοντά στη θάλασσα. Οι τύψεις που την καταδιώκουν και αυτές, αποκτούν φωνή μέσω του θαλάσσιου φλοίσβου. Οι Ερινύες παίρνουν τη μορφή παθιασμένων κυμάτων και η θάλασσα μεταμορφώνεται σε άβυσσο, έτοιμη να την καταπιεί. Μέσω του νερού αποδίδεται και η δικαιοσύνη, μιας και η ίδια έπνιξε τα δυο παιδιά και στο τέλος πέθανε με τον ίδιο τρόπο.
Στο διήγημα "Νεκρός ταξιδιώτης", ο Παπαδιαμάντης, διηγείται μια ακόμα ιστορία πνιγμού, ενός αγνώστου ανθρώπου. Στο διήγημα αυτό αναφέρει ότι ο άγνωστος αυτός άντρας έχασε στην «…πάλην με τον Χάρον τον θαλάσσιον…», εννοώντας ότι δεν πνίγηκε από ανθρώπινο χέρι, αλλά του πήρε τη ζωή ο Χάρος, ένας άλλος Χάρος που ζει μέσα στη θάλασσα, δηλαδή σε έναν άλλο κόσμο.
Συμπεράσματα
Αυτό που διακρίνει κανείς διαβάζοντας τα έργα του Α. Παπαδιαμάντη, είναι το γεγονός ότι σε όλες τις ιστορίες του, τους ήρωες του «…το υγρόν στοιχείον τους έλκυεν… , όπως αναφέρει ο ίδιος στο διήγημα του "Ναυαγίων, ναυάγια". Είναι ιστορίες που αφορούν ψαράδες, ναυτικούς και νησιώτες, πράγμα που δείχνει το πόσο οι άνθρωποι που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει κοντά στη θάλασσα, έχουν επηρεαστεί από αυτήν.
Παρόλο που ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, νωρίς στη ζωή του έφυγε από το νησί του, τη Σκιάθο και έζησε χρόνια στην Αθήνα, έγραψε για τη ζωή στο νησί και πάντα γύριζε σε αυτό, είτε πραγματικά, είτε νοερά. Αυτό ίσως, θέλησε να το εκφράσει μέσα από το διήγημα του "Η νοσταλγός", που αφορά μια γυναίκα, που, αν και δεν έμενε μακριά από την πατρίδα της, την νοσταλγούσε και την σκεφτόταν διαρκώς.
Μέσα από τα έργα του έκανε έναν διαχωρισμό των ανθρώπων, σε ανθρώπους της στεριάς και σε ανθρώπους της θάλασσας, θέλοντας να επισημάνει τις διαφορές νοοτροπίας και τρόπου σκέψης των δυο.
Ο Παπαδιαμάντης, συνέδεσε στενά τον έρωτα με τη θάλασσα. Αυτό φαίνεται έντονα μέσα στα διηγήματά του "Όνειρο στο κύμα" και "Έρως-Ηρώς", όπου η συνάντηση του άντρα και της γυναίκας, του κάθε διηγήματος, γίνεται μέσα στο θαλασσινό νερό. Φαίνεται να πιστεύει ότι ο έρωτας δυο ανθρώπων μοιάζει με τον έρωτα των ανθρώπων της θάλασσας για αυτήν και αποτελεί ερωτικό στοιχείο. Επίσης, ο έρωτας, όπως και η θάλασσα, μέσα στα έργα του, έχει δυο «πρόσωπα», ένα όμορφο, μαγικό, θεϊκό και γαλήνιο και ένα βίαιο, μυστηριώδες, τρομαχτικό. Αποτελεί μέσο έκφρασης συναισθημάτων και αποκτά ιδιότητες και χαρακτηριστικά των ηρώων (χαμογελά, θυμώνει και χαίρεται, ηρεμεί, μελαγχολεί, γλυκαίνει και πικραίνεται, κατανοεί, αγκαλιάζει και χαϊδεύει). Έτσι, η θάλασσα παρουσιάζεται ανθρώπινη και αντικατοπτρίζει τον εσωτερικό κόσμο του αφηγητή.
Αυτό όμως, διαφοροποιείται λίγο σε κάποιο σημείο του διηγήματος "ΈρωςΗρώς", όπου η θάλασσα αποκτά δική της προσωπικότητα και παίρνει τη μορφή της μάνας.
Ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζει τη σχέση του με την θάλασσα ως σχέση μητέρας παιδιού. Νιώθει ότι όχι μόνο την αγαπά ο ίδιος, αλλά ότι τον αγαπά και αυτή και του φέρεται στοργικά, κάτι που περιγράφεται και στα έργα του Κόντογλου, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Όλα τα χαρακτηριστικά έργα του Κόντογλου, αναφέρονται στην θάλασσα. Είναι γνωστό ότι έχει γράψει μερικά από τα κορυφαία θαλασσογραφήματα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο ίδιος ήταν λάτρης της θάλασσας και του θαλασσινού τρόπου ζωής. Στα έργα του ήταν πάντα πολύ περιγραφικός, όταν αναφερόταν σε καράβια, γιατί ήτανε κάτι που το γνώριζε πολύ καλά.
Το έργο "Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες", είναι ένα ‘ανθολόγιο’ που συγκεντρώνει μερικά από τα κείμενα του Φ. Κόντογλου, που παρά το γεγονός ότι είχαν δημοσιευθεί ξεχωριστά σε εφημερίδες του παρελθόντος, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Όλα μιλάνε για τη θάλασσα και για θαλασσινές περιπέτειες.
Στο κείμενο "Η θάλασσα (γαλήνια και φουρτουνιασμένη)", ο Κόντογλου αμφισβητεί την ανθρώπινη φύση του, προσπαθώντας και ο ίδιος να εξηγήσει το γιατί νιώθει τόσο μεγάλη αγάπη για την θάλασσα, «Θαρρείς πως δεν έχω βγεί από την κοιλιά της μάνας μου, αλλά από τη θάλασσα…καλά λέγω πως εβγήκα από τη θάλασσα…». Αναπολεί τα παιδικά του χρόνια που είναι άμεσα συνδεδεμένα με την θάλασσα, την οποία παρομοιάζει με λιονταρίνα και της δίνει έναν μητρικό ρόλο, «..καταλαβαίνω πως με καλεί κοντά της, σαν τη λιονταρίνα που ρυάζεται και γυρεύει τα λιονταρόπουλα της».
Την μητρική αγάπη που νιώθει για τη θάλασσα την εκφράζει και στο κείμενο του "Καΐκια και καραβοκύρηδες" (έμορφα σκαριά κι αρματωσιές που άλλοτε στολίζανε τη θάλασσα), με τη φράση «…την αρμυρή τη μάνα μας… .
Στο κείμενο "Ο Βοριάς κ’ η Νοτιά (σ’ ένα ερημονήσι)" , ο Κόντογλου προσδίδει στην θάλασσα ανθρώπινα συναισθήματα, «..η θάλασσα μελανιάζει από τον φόβο της… . Για τον Κόντογλου η αγάπη για την θάλασσα δεν είναι προνόμιο των ανθρώπων που μεγάλωσαν κοντά της, αλλά αναφέρει ότι και οι στεριανοί «… στο τέλος την αγαπούνε σαν νατανε γεννημένοι κοντά της, και γίνουνται πιστοί φίλοι της, κολυμπητές και ψαράδες» στο κείμενο του "Οι φάροι κ’ οι κατάδικοι τους" (οι ερημίτες της θάλασσας). Παρακάτω στο ίδιο κείμενο και παρ΄όλη την αγάπη που τρέφει για την θάλασσα, γνωρίζει ότι είναι ανεξέλεγκτη και ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί από κανέναν «Αληθινά, η θάλασσα είναι το πιο μεγάλο θηρίο. Ποιος μπορεί να λογαριάσει τη δύναμη της;».
Αλλά και στην αρχή του ίδιου κειμένου αναφέρει «…ότι στο βάθος δεν γνωρίζουνε τα μυστήρια της και τον πόνο της, όπως εκείνοι που την έχουνε μάνα τους, και που νανουριστήκανε με το βούισμα της… .
Στο κείμενο του "Φουρτούνες στα ξερονήσια", ο αφηγητής έρχεται αντιμέτωπος με την ‘οργισμένη’ θάλασσα, κατά τη διάρκεια φουρτούνας και γνωρίζοντας τους κινδύνους που αυτή κρύβει λέγοντας, « Φάγαμε πάλι μπουρινιασμένη θάλασσα, μα δε κωλώσαμε .
Στο έργο του "Ταξίδια και ταξιδευτές", ο Κόντογλου τολμά να κάνει έναν σημαντικό διαχωρισμό αναφέροντας «Όλοι οι άνθρωποι τα’ αγαπάνε τα ταξίδια μα οι Έλληνες τ’ αγαπάνε ακόμα παραπάνω… για μένα όμως τα καλά τα ταξίδια είναι τα μακρινά, τα θαλασσινά και τα επικίνδυνα», ενώ στη συνέχεια αναφέρει ότι έχει ερευνήσει την καταγωγή γνωστών από την ιστορία θαλασσοπόρων, όπως ο Χρ. Κολόμβος, ο Μ. Πόλο, ο Πέντρο ντί Καντία και ο Χουάν ντά Φούκα, υποστηρίζοντας ότι είχαν ελληνικές ρίζες.
Ο Κόντογλου συνέδεσε τη θάλασσα με τους Έλληνες, ως κάτι που οι Έλληνες
γνωρίζουν καλύτερα από του άλλους λαούς και για αυτό την αγαπούν
περισσότερο. Είναι ένα κομμάτι της ελληνικής ψυχής.
Μέσα από τα έργα του μπορεί κανείς να διακρίνει τον έρωτα που ένιωθε για
αυτήν ως ερωμένη του, αλλά και την βαθιά αγάπη που νιώθει ο άνθρωπος για την
μάνα του.
Ως γνώστης της ναυτιλίας, χρησιμοποίησε πολλούς τέτοιους όρους στα έργα
του, καθώς και εμπειρίες του. Ο ίδιος άλλωστε μεγάλωσε κοντά στη θάλασσα και
την συνέδεσε με την παιδική του ηλικία..
Θα αρχίσουμε με τον Ν. Καββαδία και θα συνεχίσουμε με τους Ο. Ελύτη, Γ. Σεφέρη και Δ. Σολωμό.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Ως φυσιολάτρης που ήταν, έγραψε πολύ για τη φύση την οποία θαύμαζε και λάτρευε, τα βουνά, τα δέντρα, τα λουλούδια και τη θάλασσα. Η φύση έπαιξε σημαντικό ρόλο στα έργα του και η θάλασσα συγκεκριμένα, μοιάζει πολλές φορές να είναι ένας από τους ήρωες της πλοκής.
Ένα από τα πιο γνωστά και όμορφα διηγήματα του Αλ. Παπαδιαμάντη, είναι το "Όνειρο στο κύμα". Στο διήγημά του αυτό, ο ήρωας είναι ένας απλός νησιώτης βοσκός, που ερωτεύεται την γειτονοπούλα του. Ο Παπαδιαμάντης δίνει μια ερωτική διάσταση την θάλασσα, η οποία ήταν και ο τόπος συνάντησης των δυο ηρώων. Ο αφηγητής περιγράφει ένα απόγευμα που ο βοσκός έβγαλε το κοπάδι του για βοσκή, πάνω στα απόκρημνα βράχια και δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην θάλασσα, αναφέροντας «…είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την ‘ελιμπίστηκα’ κ’ ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω» . Η κορύφωση του έργου διαδραματίζεται στον γιαλό, ένα αυγουστιάτικο δειλινό. Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει το περιβάλλον, που ετοιμάζεται να υποδεχτεί το γυμνό κορμί της ηρωίδας Μοσχούλας, ως έναν παράδεισο, «…μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια…»
. Παρακάτω στο διήγημα, ο αφηγητής κάνει και μια αναφορά σε θαλάσσιες θηλυκές θεότητες «…αί νύμφαι των θαλασσών..» , οι οποίες φαίνονται να «…είχον ευτρεπίσει και στολίσει…» , το θαλάσσιο άντρο.
Με την αναφορά του αυτή, ο Παπαδιαμάντης δείχνει την αγάπη του για τη λαϊκή παράδοση και μυθολογία, δίνοντας μια θεϊκή διάσταση στον θαλάσσιο χώρο.
Στο διήγημα του "Η νοσταλγός", το τοπίο είναι πάλι παραθαλάσσιο και η υπόθεση διαδραματίζεται μια θερμή νύκτα του Μαΐου. Είναι μια ακόμα ιστορία αγάπης, αλλά και νοσταλγίας. Στο έργο αυτό, η ηρωίδα Λιαλιώ, μαζί με έναν νεαρό τον Μάνθο, κλέβουν μια βάρκα και βγαίνουν για βαρκάδα. Όπως και στο "Όνειρο στο κύμα", ο νεαρός Μάνθος μοιάζει να μην μπορεί να αντισταθεί στην ομορφιά της θάλασσας, όπως δεν μπορεί να αντισταθεί στην ομορφιά της ηρωίδας.
Ο Παπαδιαμάντης για να μεταφέρει την έλξη που υπάρχει ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα, την συμβολίζει με την έλξη που υπάρχει ανάμεσα στο θαλάσσιο κύμα και στην αμμουδιά, «..τα κύματα κατεπίνοντο υπό της άμμου, χωρίς να αποκάμνωσι ταύτα από το αιώνιον μονότονο παιγνίδιον, χωρίς να χωρταίνη εκείνη από το αέναον αλμυρόν πότισμα» . Προς το τέλος του διηγήματος, ο αφηγητής συγκρίνει την γυναίκα με τη θάλασσα και εντοπίζει ομοιότητες ανάμεσα στις δυο. Αναφέρει ότι και η θάλασσα είναι όσο φλύαρη είναι και μια γυναίκα, που όμως κρατά κρυμμένα τα μυστικά της. Επίσης αναφέρει ότι όσο δύσκολο είναι να ανακαλύψει ένας άντρας ίχνος από ξένα φιλιά, στα χείλη της αγαπημένης του, τόσο δύσκολο είναι να βρει κανείς τα ίχνη μιας βαρκούλας στην απέραντη θάλασσα, «Η θάλασσα φλύαρος καθώς η γυνή, είναι όσον αυτή εχέμυθος, και ποτέ δεν διηγείται το μυστικόν της. Όσον είναι δυνατόν να εύρη τις τα ίχνη των αλλότριων φιλημάτων επί των χειλέων της γυναικός, άλλο τόσον είναι δυνατόν να εύρη επί της αχανούς κυανής εκτάσεως τα ίχνη της βαρκούλας».
Στο μυθιστόρημα "Έμποροι των εθνών", ο Παπαδιαμάντης γράφει για μια απαγορευμένη ή αδύνατη αγάπη μιας παντρεμένης γυναίκας. Χρησιμοποιεί, για ακόμα μια φορά, τη θάλασσα ως μέρος του όλου σκηνικού, στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Η ηρωίδα του έργου, μοιράζεται, κατά κάποιο τρόπο τις ανησυχίες της και τους προβληματισμούς της με τη θάλασσα, διότι είναι η μόνη που μπορεί να την καταλάβει και να κρατήσει τα μυστικά της. Η Αυγούστα, η ηρωίδα του έργου, «χάνεται» κοιτώντας την «… μειδιώσα και παίζουσα…» , αλλά και «…μυστηριώδη, βαθιά και ακαταμέτρητος…» θάλασσα, επιθυμώντας η εικόνα της «…να εγγραφή εν τη καρδιάν της…» .
Το διήγημα "Άνθος του γιαλού", είναι ένα θαλασσινό παραμύθι. Αναφέρεται σε έναν ψαρά που ζει μόνος του σε ένα καλύβι, γνωστό ως «της Λουλούδως το Καλύβι», που είχε τη φήμη του στοιχειωμένου. Ο ήρωας αυτού του διηγήματος, ο Μάνος, βλέπει ένα φως να φέγγει μεσοπέλαγα τα βράδια, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει ούτε από πού έρχεται, ούτε τι φως είναι. Αργότερα σε μια συζήτηση θα ακούσει μια ιστορία , έναν τοπικό θρύλο για το φως που μόνο αυτός έβλεπε, για μια κοπέλα που περίμενε το Βασιλόπουλο της να έρθει μέσω θαλάσσης από τον πόλεμο για να παντρευτούν, το Βασιλόπουλο όμως είχε αιχμαλωτιστεί και δεν ήρθε. Τότε, αναφέρει ο Παπαδιαμάντης «τα δάκρυα της κόρης επίκραναν το κύμα τα’ αλμυρό…ένα λουλουδάκι αόρατο , μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ανάμεσα στους δυο αυτούς βράχους…έγινεν ανθός, αφρός του κύματος. Κ’ η Σπίθα εκείνη, η φωτιά του πελάγους…είναι η ψυχή του Βασιλόπουλου… .
Το "Φλώρα η Λαύρα", είναι ένα διήγημα για μια βόλτα στην παραλία. Εκεί, ο αφηγητής παρουσιάζει τη θάλασσα ως «…άντρο της Γοργόνος…» , την οποία ακούει να κελαηδά από τα βάθη της. Ο Παπαδιαμάντης, ό,τι δεν μπορεί να δει, το φαντάζεται με εικόνες από τη μυθολογία, αναφέροντας όμως, επηρεασμένος από τα θρησκευτικά βιβλία, ότι η θάλασσα είναι «…άτρωτος εις τα μάγια…» .
Αναφορά στις γοργόνες γίνεται και στο διήγημα "Η στοιχειωμένη κάμαρα", όπου οι γοργόνες παίζουν και χαίρονται «…κάτω εις τον μαγικό πυθμένα…» .
Στο διήγημα "Έρως-Ηρώς", ο ήρωας, για ακόμη μια φορά, «…ήτο άνθρωπος της θαλάσσης και όχι της στεριάς…» και δούλευε στο καράβι που ετοιμαζόταν να μεταφέρει την αγαπημένη του, μετά το γάμο της με κάποιον άλλον. Ο ήρωας του έργου, πλάθει με το μυαλό του μια ιστορία, κατά την οποία ο ίδιος θα προξενούσε ένα ατύχημα, με σκοπό να διασώσει την αγαπημένη του κολυμπώντας μαζί της. Η ιστορία αυτή, έχει πολλά κοινά στοιχεία με το "Όνειρο στο κύμα", μιας και αναφέρονται και τα δυο στην διάσωση των ηρωίδων από τους κεντρικούς ήρωες των διηγημάτων, οι οποίοι έτσι εκφράζουν τον κρυφό έρωτά τους για αυτές.
Στο διήγημα "Έρως-Ηρώς", ο Παπαδιαμάντης αναφέρει ότι η θάλασσα επηρεάζεται από το γεγονός ότι περιβάλλει αυτόν και την αγαπημένη του, γράφοντας «…δια μιαν φοράν ας γίνει γλυκιά η πικρή και αλμυρά θάλασσα… . Με τα λόγια αυτά, ο συγγραφέας, θέλει να αποδώσει δικά του χαρακτηριστικά στην θάλασσα. Για τον λόγο αυτό, η θάλασσα γίνεται ‘πικρή’, περιγράφοντας έτσι την πικρία που νιώθει ο ήρωας, που βλέπει την αγαπημένη του να είναι παντρεμένη με άλλον άντρα. Με την είσοδο όμως της κοπέλας στο νερό, αλλά και στην αγκαλιά του ήρωα, η θάλασσα γίνεται ‘γλυκιά’, αποκτώντας προσωρινά αυτό το χαρακτηριστικό της κοπέλας-ηρωίδας του διηγήματος. Στο ίδιο διήγημα, η θάλασσα παρουσιάζεται προσωποποιημένη, αποκτώντας τη μητρική ιδιότητα. Ο ήρωας του διηγήματος νανουρίζεται «…δια της απαλωτέρας μητρικής θωπείας…» της , μιας και «…ήτον παιδί της θάλασσας… . Την παρουσιάζει ως δεύτερη μητέρα του, πιο αγαπημένη και πιο κοντά σε αυτόν και την συγκρίνει με την πραγματική του μητέρα αναφέροντας ότι για εκείνη «…ήτο πλέον μεγάλος και ηλικιωμένος υιός… και δεν τον αγκάλιαζε ή δεν τον νανούριζε πια, ενώ η μάνα-θάλασσα, που ήταν πάντα μεγάλη και πολύ μεγαλύτερη από τον ίδιο, του φερόταν πάντα σαν να «…ήτο ακόμη μικρόν, πολύ μικρόν τέκνον της .
«Πικρόν ύδωρ» όμως είναι και το θαλασσινό νερό το οποίο πνίγει την κεντρική ηρωίδα, του σημαντικότερου έργου του την " Φόνισσα". Εκεί, ηρωίδα είναι η Φραγκογιαννού, φόνισσα δυο νηπίων, το ένα εκ των οποίων, το ίδιο της το εγγόνι, με σκοπό να τα σώσει από τους ίδιους τους, τους γονείς. Η φόνισσα μετά την πράξη της, προσπαθεί να διαφύγει τη σύλληψη και κρύβεται σε μια σπηλιά κοντά στη θάλασσα. Οι τύψεις που την καταδιώκουν και αυτές, αποκτούν φωνή μέσω του θαλάσσιου φλοίσβου. Οι Ερινύες παίρνουν τη μορφή παθιασμένων κυμάτων και η θάλασσα μεταμορφώνεται σε άβυσσο, έτοιμη να την καταπιεί. Μέσω του νερού αποδίδεται και η δικαιοσύνη, μιας και η ίδια έπνιξε τα δυο παιδιά και στο τέλος πέθανε με τον ίδιο τρόπο.
Στο διήγημα "Νεκρός ταξιδιώτης", ο Παπαδιαμάντης, διηγείται μια ακόμα ιστορία πνιγμού, ενός αγνώστου ανθρώπου. Στο διήγημα αυτό αναφέρει ότι ο άγνωστος αυτός άντρας έχασε στην «…πάλην με τον Χάρον τον θαλάσσιον…», εννοώντας ότι δεν πνίγηκε από ανθρώπινο χέρι, αλλά του πήρε τη ζωή ο Χάρος, ένας άλλος Χάρος που ζει μέσα στη θάλασσα, δηλαδή σε έναν άλλο κόσμο.

Συμπεράσματα
Αυτό που διακρίνει κανείς διαβάζοντας τα έργα του Α. Παπαδιαμάντη, είναι το γεγονός ότι σε όλες τις ιστορίες του, τους ήρωες του «…το υγρόν στοιχείον τους έλκυεν… , όπως αναφέρει ο ίδιος στο διήγημα του "Ναυαγίων, ναυάγια". Είναι ιστορίες που αφορούν ψαράδες, ναυτικούς και νησιώτες, πράγμα που δείχνει το πόσο οι άνθρωποι που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει κοντά στη θάλασσα, έχουν επηρεαστεί από αυτήν.
Παρόλο που ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, νωρίς στη ζωή του έφυγε από το νησί του, τη Σκιάθο και έζησε χρόνια στην Αθήνα, έγραψε για τη ζωή στο νησί και πάντα γύριζε σε αυτό, είτε πραγματικά, είτε νοερά. Αυτό ίσως, θέλησε να το εκφράσει μέσα από το διήγημα του "Η νοσταλγός", που αφορά μια γυναίκα, που, αν και δεν έμενε μακριά από την πατρίδα της, την νοσταλγούσε και την σκεφτόταν διαρκώς.
Μέσα από τα έργα του έκανε έναν διαχωρισμό των ανθρώπων, σε ανθρώπους της στεριάς και σε ανθρώπους της θάλασσας, θέλοντας να επισημάνει τις διαφορές νοοτροπίας και τρόπου σκέψης των δυο.
Ο Παπαδιαμάντης, συνέδεσε στενά τον έρωτα με τη θάλασσα. Αυτό φαίνεται έντονα μέσα στα διηγήματά του "Όνειρο στο κύμα" και "Έρως-Ηρώς", όπου η συνάντηση του άντρα και της γυναίκας, του κάθε διηγήματος, γίνεται μέσα στο θαλασσινό νερό. Φαίνεται να πιστεύει ότι ο έρωτας δυο ανθρώπων μοιάζει με τον έρωτα των ανθρώπων της θάλασσας για αυτήν και αποτελεί ερωτικό στοιχείο. Επίσης, ο έρωτας, όπως και η θάλασσα, μέσα στα έργα του, έχει δυο «πρόσωπα», ένα όμορφο, μαγικό, θεϊκό και γαλήνιο και ένα βίαιο, μυστηριώδες, τρομαχτικό. Αποτελεί μέσο έκφρασης συναισθημάτων και αποκτά ιδιότητες και χαρακτηριστικά των ηρώων (χαμογελά, θυμώνει και χαίρεται, ηρεμεί, μελαγχολεί, γλυκαίνει και πικραίνεται, κατανοεί, αγκαλιάζει και χαϊδεύει). Έτσι, η θάλασσα παρουσιάζεται ανθρώπινη και αντικατοπτρίζει τον εσωτερικό κόσμο του αφηγητή.
Αυτό όμως, διαφοροποιείται λίγο σε κάποιο σημείο του διηγήματος "ΈρωςΗρώς", όπου η θάλασσα αποκτά δική της προσωπικότητα και παίρνει τη μορφή της μάνας.
Ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζει τη σχέση του με την θάλασσα ως σχέση μητέρας παιδιού. Νιώθει ότι όχι μόνο την αγαπά ο ίδιος, αλλά ότι τον αγαπά και αυτή και του φέρεται στοργικά, κάτι που περιγράφεται και στα έργα του Κόντογλου, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Όλα τα χαρακτηριστικά έργα του Κόντογλου, αναφέρονται στην θάλασσα. Είναι γνωστό ότι έχει γράψει μερικά από τα κορυφαία θαλασσογραφήματα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο ίδιος ήταν λάτρης της θάλασσας και του θαλασσινού τρόπου ζωής. Στα έργα του ήταν πάντα πολύ περιγραφικός, όταν αναφερόταν σε καράβια, γιατί ήτανε κάτι που το γνώριζε πολύ καλά.
Το έργο "Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες", είναι ένα ‘ανθολόγιο’ που συγκεντρώνει μερικά από τα κείμενα του Φ. Κόντογλου, που παρά το γεγονός ότι είχαν δημοσιευθεί ξεχωριστά σε εφημερίδες του παρελθόντος, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Όλα μιλάνε για τη θάλασσα και για θαλασσινές περιπέτειες.
Στο κείμενο "Η θάλασσα (γαλήνια και φουρτουνιασμένη)", ο Κόντογλου αμφισβητεί την ανθρώπινη φύση του, προσπαθώντας και ο ίδιος να εξηγήσει το γιατί νιώθει τόσο μεγάλη αγάπη για την θάλασσα, «Θαρρείς πως δεν έχω βγεί από την κοιλιά της μάνας μου, αλλά από τη θάλασσα…καλά λέγω πως εβγήκα από τη θάλασσα…». Αναπολεί τα παιδικά του χρόνια που είναι άμεσα συνδεδεμένα με την θάλασσα, την οποία παρομοιάζει με λιονταρίνα και της δίνει έναν μητρικό ρόλο, «..καταλαβαίνω πως με καλεί κοντά της, σαν τη λιονταρίνα που ρυάζεται και γυρεύει τα λιονταρόπουλα της».
Την μητρική αγάπη που νιώθει για τη θάλασσα την εκφράζει και στο κείμενο του "Καΐκια και καραβοκύρηδες" (έμορφα σκαριά κι αρματωσιές που άλλοτε στολίζανε τη θάλασσα), με τη φράση «…την αρμυρή τη μάνα μας… .
Στο κείμενο "Ο Βοριάς κ’ η Νοτιά (σ’ ένα ερημονήσι)" , ο Κόντογλου προσδίδει στην θάλασσα ανθρώπινα συναισθήματα, «..η θάλασσα μελανιάζει από τον φόβο της… . Για τον Κόντογλου η αγάπη για την θάλασσα δεν είναι προνόμιο των ανθρώπων που μεγάλωσαν κοντά της, αλλά αναφέρει ότι και οι στεριανοί «… στο τέλος την αγαπούνε σαν νατανε γεννημένοι κοντά της, και γίνουνται πιστοί φίλοι της, κολυμπητές και ψαράδες» στο κείμενο του "Οι φάροι κ’ οι κατάδικοι τους" (οι ερημίτες της θάλασσας). Παρακάτω στο ίδιο κείμενο και παρ΄όλη την αγάπη που τρέφει για την θάλασσα, γνωρίζει ότι είναι ανεξέλεγκτη και ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί από κανέναν «Αληθινά, η θάλασσα είναι το πιο μεγάλο θηρίο. Ποιος μπορεί να λογαριάσει τη δύναμη της;».
Αλλά και στην αρχή του ίδιου κειμένου αναφέρει «…ότι στο βάθος δεν γνωρίζουνε τα μυστήρια της και τον πόνο της, όπως εκείνοι που την έχουνε μάνα τους, και που νανουριστήκανε με το βούισμα της… .
Στο κείμενο του "Φουρτούνες στα ξερονήσια", ο αφηγητής έρχεται αντιμέτωπος με την ‘οργισμένη’ θάλασσα, κατά τη διάρκεια φουρτούνας και γνωρίζοντας τους κινδύνους που αυτή κρύβει λέγοντας, « Φάγαμε πάλι μπουρινιασμένη θάλασσα, μα δε κωλώσαμε .
Στο έργο του "Ταξίδια και ταξιδευτές", ο Κόντογλου τολμά να κάνει έναν σημαντικό διαχωρισμό αναφέροντας «Όλοι οι άνθρωποι τα’ αγαπάνε τα ταξίδια μα οι Έλληνες τ’ αγαπάνε ακόμα παραπάνω… για μένα όμως τα καλά τα ταξίδια είναι τα μακρινά, τα θαλασσινά και τα επικίνδυνα», ενώ στη συνέχεια αναφέρει ότι έχει ερευνήσει την καταγωγή γνωστών από την ιστορία θαλασσοπόρων, όπως ο Χρ. Κολόμβος, ο Μ. Πόλο, ο Πέντρο ντί Καντία και ο Χουάν ντά Φούκα, υποστηρίζοντας ότι είχαν ελληνικές ρίζες.
Συμπεράσματα
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΜΥΡΙΒΗΛΗ
Στα έργα του Σ. Μυριβήλη, σημαντικό ρόλο παίζει η περιγραφή. Ο συγγραφέας αγαπούσε τη φύση πολύ και αυτό το έδειχνε μέσα από αυτά. Στο μυθιστόρημα του "Η Παναγιά η Γοργόνα", ο Μυριβήλης, περιέγραψε γλαφυρά το τοπίο στο οποίο διαδραματιζόταν η ιστορία του. Έδωσε πολλές λεπτομέρειες χρησιμοποιώντας παρομοιώσεις.
Ο Μυριβήλης μπορεί να μην έγραψε άλλα έργα σχετικά με τη θάλασσα, αλλά έγραψε κάποια σχετικά διηγήματα και το συνολικό του έργο, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας
Στο έργο "Η Παναγιά η Γοργόνα", ο Μυριβήλης γράφει για ένα εκκλησάκι, πάνω σε έναν βράχο αιγαιοπελαγίτικου νησιού, που μέσα του υπάρχει μια ζωγραφιά της Παναγιάς που «…από τη μέση και πέρα είναι ψάρι με γαλάζια λέπια…». Στα χέρια της κρατάει ένα καράβι και μια τρίαινα «…όπως ο αρχαίος θεός της θάλασσας ο Ποσειδώνας…», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, κάνοντας έτσι μια σύνδεση χριστιανισμού και δωδεκαθέου, αλλά και θάλασσας και θρησκείας.
Αναφερόμενος στην Πανάγια τη Γοργόνα, ο συγγραφέας, γράφει ότι είναι «…μια καινούρια ελληνική θεότητα, που έδεσε…όλες τις εποχές και όλο το νόημα της φυλής» και συνεχίζει περιγράφοντας την ελληνική φυλή εξοικειωμένη αλλά και πολλές φορές αντιμέτωπη με τη φύση και τις φουρτούνες της θάλασσας. Για τον λόγο αυτό η Παναγιά του Μυριβήλη, είναι μια μυθική Γοργόνα «…πολεμική, θηλυκιά και παρθένα…» , «…μισή στη στεριά κ’ η μισή στη θάλασσα…» .
Μέσα σε όλο το έργο υπάρχουν τέτοιου είδους αναφορές για το πόσο συνδεδεμένη ήταν και είναι η θάλασσα με τη θρησκεία την τότε αλλά και την σημερινή. Η θάλασσα είναι τα «…χέρια της Μοίρας…» , όπως αναφέρει και οι άνθρωποι είναι σαν βάρκες στα χέρια της. Το νερό είναι άγιασμα και αγνή είναι η μυρωδιά της ανάσας της. Οι ψαράδες του μυθιστορήματος αυτού, νιώθουν ευλογημένοι που ζουν από τη θάλασσα γιατί «…όσο να την τρυγήσεις, δε στερεύει…» και «…καρπίζει βρέξει δε βρέξει…» . Για τον λόγο αυτό νιώθουν την ανάγκη να ευχαριστούν τον Θεό. Άλλωστε, όπως αναφέρει ο Μυριβήλης, ο Χριστός περπάτησε πάνω της όταν ήρθε στη γη και αυτό είναι που την κάνει καθαγιασμένη και ιερή. Από την άλλη μεριά, το ψάρεμα είναι ένας πόλεμος, κατά τον συγγραφέα και γι’ αυτό οι ψαράδες δεν κολυμπούν και δεν παίζουν μαζί της. Η θάλασσα στα μάτια των ψαράδων είναι και ένας ύπουλος εχθρός, το καλό και το κακό μαζί. Επίσης «λαβώνεται» κάθε φορά που οι ψαράδες ρίχνουν τα δίχτυα στα «σωθικά» της για να βγάλουν ψάρια. Παρόλα αυτά, εκείνοι της μιλούν και εκείνη από τη μεριά της τους χαρίζει τα αγαθά της και τους προσφέρει μια «άγρια ηδονή» . Όταν όμως αυτή μαυρίζει και ταράζεται γίνεται «…σκοτεινή άβυσσος του πικρού νερού που τους κυκλώνει…» , δείχνοντας έτσι ότι είναι ανεξέλεγκτη και ότι οι άνθρωποι δεν την ορίζουν. Κατά τον συγγραφέα, ο Θεός εκφράζει τη δυσαρέσκεια του για τις πράξεις των ανθρώπων μέσα από τη θάλασσα. Έτσι, αυτή φουρτουνιάζει, βογκάει και μοιάζει με γαλάζιο τέρας, όταν ο Θεός είναι θυμωμένος. Όταν όμως αυτή είναι γαλήνια και όμορφη, ενώ οι εποχές, σαν την αναδυομένη Αφροδίτη, ξεπηδούν από την καρδιά της. Όπως αναφέρει ο Μυριβήλης, μουρμουράει σε μια γλώσσα που δεν την κατανοεί ο ανθρώπινος νους, αλλά είναι σαν παρηγοριά για την ψυχή. Την παρομοιάζει με γαλάζιο λιβάδι και με τον ουρανό γιατί είναι γαλάζια και απέραντη και φυσικά γιατί «…είναι του Θεού…» . Μερικές φορές η θάλασσα παρουσιάζεται σαν τον κάτω κόσμο, γεμάτη πνεύματα που κολυμπούν μέσα σε μια νεκρική σιγή. Τότε οι κάβοι μοιάζουν να είναι άγριοι και ο θαλάσσιος βυθός γεμάτος μυστήριο. Μια γαλάζια άβυσσος. Το κυριότερο νόημα πάντως, κρύβεται στη φράση του Μυριβήλη «…η Ελλάδα είναι τούτη η Γοργόνα. Μισή στεριά μισή θάλασσα…» . Έτσι, γίνεται κατανοητό ότι ο συγγραφέας θεωρεί τη θάλασσα μέρος της ανθρώπινης φύσης των Ελλήνων. Αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι τους, όπως και ο χριστιανισμός, μιας και η γοργόνα είναι η Παναγιά, αλλά και η ιστορία τους, αφού αυτή είναι γεμάτη με μύθους για γοργόνες και μυθικά τέρατα. Στο βιβλίο διηγημάτων "Το γαλάζιο βιβλίο", τα διηγήματα μοιάζουν με πίνακες που ‘χουν φόντο γαλάζιο και τι είναι γαλανότερο από την θάλασσα. Στο πρώτο διήγημα του βιβλίου αυτού, "Οι νεκροί θυμούνται", ο Μυριβήλης χρησιμοποιεί τον χαρακτήρα ενός τρελού για να θέσει μια υπαρξιακή του απορία και να προσπαθήσει να την απαντήσει. Η ιστορία μοιάζει να είναι αληθινή, μιας και οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι ο ίδιος ο συγγραφέας και ένας έγκλειστος ψυχιατρείου. Κατά τον διάλογο τους, προσπαθούν να εξηγήσουν ο καθένας, τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να αγαπούν τόσο πολύ τη θάλασσα. Ο Μυριβήλης αναφέρει ότι ο ίδιος την αγαπά «…για την αδιάκοπη κίνηση της…την αιώνια φρεσκάδα της, την παρθενικότητα της…και το θηλυκό στοιχείο που υπάρχει μέσα στην ουσία της…» , ενώ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτό που πραγματικά νιώθει είναι έρωτας για τη θάλασσα. Ο συνομιλητής του όμως δεν δείχνει να συμφωνεί αναφέροντας ότι «…είναι κάτι άλλο…η ορμή της φυγής… που κουρνιάζει μέσα μας…νοσταλγία. Ο καημός της επιστροφής μας…» , εκεί που πραγματικά ανήκουμε. Ότι όλοι θέλουν να ακολουθήσουν «…το θέλημα του Κυρίου…», κάτι που κάνουν τα κύματα. Στο "Μεγάλο σαλπάρισμα", ένα διήγημα αφιερωμένο στον Ν. Καββαδία, ο Μυριβήλης γράφει για έναν θαλασσόλυκο, που έχασε το ένα του μάτι και έτσι του αφαιρέθηκε η άδεια από το νεοσύστατο τότε κράτος, να βγαίνει στα ανοιχτά, με το καράβι του την "Παναγιά". Αυτό του έκανε κακό στην υγεία του, αφού του ήταν αδύνατον να ζήσει μακριά από τις «λεύτερες θάλασσες», από όλες τις έννοιες πια. Ο ίδιος ένιωθε ένα με το καράβι του και όταν πέθανε, θάφτηκε με την γοργόνα του, πλέοντας έτσι «…σε μια θάλασσα αλλιώτικη, όμως κι αυτή γαλάζια, κι αυτή άπατη..».

Συμπεράσματα
Για τον Στρατή Μυριβήλη οι θρησκείες αλλάζουν με τα χρόνια, το ίδιο και οι άνθρωποι και τα ‘πιστεύω’ τους. Το μόνο που παραμένει ίδιο είναι η θάλασσα και το γεγονός ότι συνδεόταν πάντα με την εκάστοτε θρησκεία της ελληνικής φυλής. Η θάλασσα, αιώνια και απέραντη, μοιάζει να είναι το μόνο πράγμα που έχει απομείνει από τότε που ο Θεός έπλασε τον κόσμο και από τότε που ο Υιός Του περπάτησε πάνω της και την «αγίασε», όπως αναφέρει ο ίδιος ο Μυριβήλης. Μέσα από τα έργα του, ο συγγραφέας εκφράζει την μεγάλη πίστη του στον Θεό και στον χριστιανισμό. Δείχνει να πιστεύει ότι η θάλασσα , αποτελεί μέσο επικοινωνίας του ανθρώπου με τον δημιουργό του, ενώ το ταξίδι προς τον άλλο κόσμο μοιάζει με αυτό των θαλασσινών. Η Παναγιά γένους θηλυκού, όπως και η θάλασσα, φαντάζουν ως μάνες που προσέχουν και καθοδηγούν όσους είναι κοντά τους, σαν να ήτανε παιδιά τους. Τους μιλάνε, τους ακούνε και τους παρηγορούν, όταν αυτοί το χρειάζονται και κατανοούν κάθε τους πρόβλημα. Οι ήρωες των έργων είναι φτωχοί ψαράδες που ζούνε από τη θάλασσα και γι’ αυτό την αγαπούν και την σέβονται. Ενωμένοι με τα καράβια τους σαν τη θάλασσα με το κύμα, του δίνουν ψύχη να ταξιδεύει. Η παλαιά γενιά, οι παππούδες και οι γιαγιάδες, αντιπροσωπεύουν τα χρόνια πριν τον χριστιανισμό, όπου η θάλασσα ήταν το παλάτι του Ποσειδώνα. Λένε ιστορίες που έζησαν και άκουσαν από τις μανάδες τους για γοργόνες και πλάσματα που ζουν μέσα στα νερά. Η νέα γενιά από την άλλη, μαγεύεται από τις ιστορίες αυτές και επηρεάζεται, αν και βασίζεται στην θρησκεία του χριστιανισμού. Γι’ αυτούς η θάλασσα είναι του Θεού. Ένας όμορφα πλασμένος κάτω κόσμος, όπου κατοικούν οι ψυχές των ανθρώπων που έφυγαν από τη ζωή.

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ
Ο Ηλίας Βενέζης, αν και δεν υπήρξε ναυτικός, γνώριζε καλά τη θάλασσα, λόγω της καταγωγής του. Θα πρέπει να την αγαπούσε πολύ, διότι έγραψε πολύ όμορφα πράγματα για αυτήν. Στα έργα του χρησιμοποιεί κάποια ναυτική ορολογία, δείχνοντας έτσι ότι ήταν καλός γνώστης της ναυτικής ζωής. Συγγραφέας με μεγάλη φαντασία, έδωσε πολλές εικόνες μέσα από τα έργα του, για τόπους και θάλασσες μακρινές.
Στο έργο του "Αιγαίο", ο Βενέζης, έγραψε κάποια διηγήματα, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους μόνο εξαιτίας του Αιγαίου. Στο διήγημα "Το Λιος", αναφέρεται σε ένα ξερονήσι κοντά στο Αϊβαλί, το Λιος, όπου ψαράδες από την Μυτιλήνη πήγαιναν να ψαρέψουν, γιατί η θάλασσα του «…ήταν ατίμητη σε ψάρι…», με κίνδυνο να φυλακιστούν από τους Τούρκους. Ο συγγραφέας μιλάει για τη ζωή στην Μυτιλήνη και για το γεγονός ότι ζούσαν όλοι από τη θάλασσα. Έφτασε όμως ένα σημείο που «…κι αυτή…σφίχτηκε…στέρεψε, δεν έδινε ψάρι…». Κατά τον Βενέζη λοιπόν, η θάλασσα του Λιος, ήταν «βλογημένη» , κάνοντας έτσι έναν διαχωρισμό ανάμεσα στα νερά. Παρακάτω όμως, στο ίδιο διήγημα, μιλώντας για το πέλαγος γενικά, το περιγράφει ως «…πάντα έρημο και ατελείωτο…» .
Στο διήγημα του "Η βουή", γράφει για ένα άλλο νησί, τη Σάμο. Εκεί μια γυναίκα ετοιμάζεται να συναντήσει το θάνατο. Τις τελευταίες της στιγμές, θυμάται και αναπολεί τη ζωή στη θάλασσα. Πώς τρόμαζε σαν παιδί με τη βοή της, περιμένοντας τους δικούς της να γυρίσουν και πώς αργότερα, αυτή η ίδια βοή της προκαλούσε γαλήνη. Στα μάτια της γυναίκας τα νησιά, έμοιαζαν να «…αναδύονται…και ύστερα πάλι να γυρίζουν να βυθιστούν στο Αιγαίο…» . Για αυτήν το Αιγαίο ακολουθούσε πάντα μια πορεία και το μόνο που άφηνε πίσω του ήταν η ίδια βοή. Σε αυτήν την ασταμάτητη θάλασσα, «…ταξίδευαν τα όνειρα στα κύματα του Αιγαίου…» , όπως αναφέρει ο Βενέζης στο διήγημά του "Δεν έχει πλοίο"
Τίποτα δεν μπορεί να την σταματήσει γιατί «…η θάλασσα δεν τελειώνει…στέκει έξω απ’ την αντοχή του ανθρώπου…». Ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντισταθεί στη δύναμή της και στη γοητεία της. ακόμα και αν προσπαθήσει να μείνει μακριά της, την κουβαλά πάντα μέσα του και ας ξέρει ότι «…τρώει τον άνθρωπο…» , κάτι που συμβαίνει στο διήγημά του "Το καΐκι του Θησείου". Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι, συνεχίζουν να προσκυνούν «…το θαλάσσιο πνεύμα …» περιμένοντας να τους παρηγορήσει και να τους φέρει τη λύτρωση, μέσα από τα κύματα της θάλασσας, όπως κάνουν οι ήρωες του διηγήματος "Το θαλάσσιο πνεύμα του Αιγαίου".
Στο μυθιστόρημα του "Ωκεανός", ο Βενέζης, αφηγείται μια ναυτική ιστορία, με φόντο τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένα πλοίο, γεμάτο από άνδρες όλων των ηλικιών, το "Μαντώ", κάνει ένα ταξίδι από την Αφρική στην Αμερική, ενώ πληροφορούνται ότι στην Ελλάδα έχει ξεσπάσει πόλεμος. Οι χαρακτήρες, διαφορετικοί μεταξύ τους, αναγκάζονται να συνυπάρξουν, περιτριγυρισμένοι από τον «…απέραντο κ’ ερημικό…» Ωκεανό.
Οι μεγάλοι αγάπησαν τη θάλασσα κάποτε, αλλά τώρα πια την βαρέθηκαν. Νιώθουν ότι σάπισαν και ανυπομονούν να γυρίσουν στα σπίτια τους και στην δική τους θάλασσα, που πιστεύουν ότι είναι πολύ διαφορετική από τους ξένους και δύσκολους ωκεανούς. Άλλωστε «…τα νερά…κάνουν τον άνθρωπο…κάθε τόπος είναι αυτό που είναι τα νερά του…». Για τους νέους, υπάρχει αυτή η απληστία, «…ακουμπισμένη η καρδιά…ο φόβος…η ελπίδα…» τους, να την κατακτήσουν, να την γνωρίσουν. Η στεριά μπορεί να τους πήρε τα πάντα αλλά «…η θάλασσα δίνει, δεν παίρνει…» και αυτοί νιώθουν έτοιμοι να πάρουν πολλά από αυτήν. Όλοι, στην πορεία όμως, καταλαβαίνουν ότι η θάλασσα μπορεί να πάρει τα λογικά του ανθρώπου και ότι «…ο καθένας στον Ωκεανό είναι καταμόναχος…». Όλοι νιώθουν ότι έρχεται μια στιγμή που έχουν την ανάγκη να μιλήσουν, έτσι για να ακούσουν τη φωνή τους, μιας και αισθάνονται τόσο μικροί μέσα στον «ανελέητο Ωκεανό» , που δεν έχει τίποτα με το οποίο να συγκριθούν. Η ερημιά του, τους τρώει τα σωθικά, τους προκαλεί πόνο το μυστήριο που κρύβεται στα νερά του. Δεν βγάζουν άκρη, αλλά συνεχίζουν να την αγαπούν τη θάλασσα, όπως αγαπούν τον Θεό και την Ελλάδα.
Στο έργο του "Εφταλού", ο Βενέζης γράφει «…παντού η ζωή της θάλασσας είναι δύσκολη. Έχει κόπο και κίνδυνο…» χωρίς αυτή τη φορά, να κάνει κανένα διαχωρισμό, όπως έκανε στον "Ωκεανό".
Παρόλα αυτά η γνώμη του για τη θάλασσα, διατυπώνεται πιο ξεκάθαρα, στο έργο του "Γαλήνη". Εκεί ο Βενέζης γράφοντας για τη νέα γενιά αναφέρει, ότι σαν πεινάσει και αυτή, θα ακολουθήσει τον δρόμο που διάλεξαν οι πρόγονοί μας που ήταν δεινοί ψαράδες από ανάγκη. Συγκεκριμένα περιγράφει τη θάλασσα ως «…έργο πεινασμένων ανθρώπων…».

Συμπεράσματα
Είναι ξεκάθαρο ότι κατά τον Βενέζη, η αγάπη για τη θάλασσα, βασίζεται στην πίστη. Όχι μόνο την πίστη στον Θεό, αλλά και στην πίστη στην ίδια τη θάλασσα. Χρειάζεται να την εμπιστευτεί κάποιος, για να αποφασίσει να αφήσει τη ζωή του στα «χέρια» της, γνωρίζοντας ότι μπορεί και να τη χάσει. Αυτή κάποτε τους προδίδει, αλλά και τότε ακόμα εκείνοι συνεχίζουν να την αγαπούν. Είναι μια σχέση πάθους, αγάπης και μίσους. Την βλαστημούν τη μια στιγμή και προσεύχονται σε αυτήν την επόμενη. Είναι γι’ αυτούς κάτι θείο και ιερό, αφού είναι ένα μέρος της πατρίδας τους της Ελλάδας.

Η αέναη κίνηση και η απεραντοσύνη της, το σμίξιμο της με το τέλος κάθε ορίζοντα, ο ήχος της μουσικής των κυμάτων και η σιωπή της γαλήνης της, οι φεγγαρόδρομοι που διάπλατοι ανοίγονται τις πανσέληνες νύχτες και το αντιφέγγισμα των άστρων σαν διαμαντένιες πυγολαμπίδες πάνω της, είναι ο καμβάς που απλώνονται λόγια, μουσική και εικόνες σαν τα λευκά και πολύτιμα μαργαριτάρια του βυθού της.
Υπάρχουν όμως και τα συναισθήματα που αυτά είναι ακόμα πιο πολύ αποφασισμένα να λειτουργήσουν με δύναμη, ορμή και ένταση στο θυμικό κάθε λογοτέχνη.
Η ατελεύτητη απεραντοσύνη της πάντα λειτουργεί σαν καταλύτης στην αναμονή και την ελπίδα.
Το αδιευκρίνιστο βάθος και τα αγριεμένα της κύματα, επιφέρουν κράτημα φόβου, αλλά ταυτόχρονα κρύβουν μέσα τους σαν λύτρωση την αγωνία της προσμονής για τη γαλήνη που έπεται στη συνέχεια.
Η πάλη ανάμεσα στα θαλασσινά στοιχειά της και στις ανθρώπινες υπάρξεις που αποτόλμησαν να τα παλέψουν και να βγουν στ’ ανοικτά, είναι επιβεβαίωση ή αλλιώς η επικράτηση ανάμεσα στο καλό και στο κακό…
Κι όλα αυτά μαζί, εικόνες και συναισθήματα, αν τα αθροίσεις είναι πολλά. Ομορφιά μα και πλάνη, αγώνας για νίκες και ήττες, νηνεμία μα και ταραχή, και μπλε, πολύ μπλε... ένα ατέλειωτο βαθύ μπλε, που δεν περισσεύει για να μερώσει τα πάθη της ψυχής.
Η θάλασσα πάντα υπήρξε πηγή έμπνευσης για όλους τους ποιητές. Γράφτηκαν και απαγγέλθηκαν μαγευτικά λόγια γι αυτήν, από όλους τους μεγάλους και όχι μόνο ποιητές, όλων των χωρών.
Στη συνέχεια λοιπόν θα αναφερθούμε σε έργα αξιόλογων Ελλήνων ποιητών, που αγάπησαν και εμπνεύστηκαν από την θάλασσα, Ποιήματα τα οποία είναι εμπνευσμένα από αυτήν και την περιγράφουν ανάλογα με το τι αυτή σήμαινε για τον κάθε ποιητή ξεχωριστά.
Η αρχή θα γίνει με τον εθνικό μας ποιητή, το Διονύσιο Σολωμό. Θα αναζητήσουμε και θα μελετήσουμε πώς εμφανίζεται, πώς περιγράφεται η θάλασσα μέσα στα ποιήματά του, ενώ θα κλείσουμε με τα συμπεράσματα της μελέτης μας αυτής. Δεύτερος ποιητής, του οποίου το έργο θα αναλύσουμε, θα είναι ο Νίκος Καββαδίας. Θα ακολουθήσουν ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος και ο Γιώργος Σεφέρης.
Ο Δ. Σολωμός, όπως και ο Κ. Παλαμάς αργότερα, έγραψε για την Ελλάδα. Η διάφορα είναι ότι ο Σολωμός δίδαξε ως ο κύριος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής. Πολλά λυρικά του ποιήματα μελοποιήθηκαν και τραγουδήθηκαν ακόμα και από απλούς αγράμματος Έλληνες, που δεν διάβασαν ποτέ τα έργα του ("Αγνώριστη", "Ξανθούλα", "Φαρμακωμένη" και άλλα). Χρησιμοποίησε την δημοτική και επηρεάσθηκε πολύ από ιστορικά γεγονότα, παρόλο που στην αρχή προτιμούσε να γράφει ποιήματα στην ιταλική και με θρησκευτικό περιεχόμενο.
Το πρώτο ουσιαστικά ώριμο έργο του, τον "Κρητικό", ο Δ. Σολωμός τον εμπνεύστηκε από την κήρυξη της Επανάστασης στην Κρήτη, που ανάγκασε χιλιάδες Κρητικούς να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους με πλοιάρια για τα Αντικύθηρα, τα Κύθηρα, την Πελοπόννησο και τα Επτάνησα.
Το ποίημα αυτό είναι ένας ύμνος στην αγάπη. Αναφέρεται σε έναν Κρητικό που βρίσκεται σε πάνω στο πλοίο της διαφυγής, προς την Πελοπόννησο, όπου τον περιμένει η αγαπημένη του. Το πλοίο αυτό όμως συναντά φουρτούνα και ο αφηγητής παρακαλά και προσεύχεται να πέσουν αστραπές, ώστε να μπορέσει να δει το πρόσωπο της «φεγγαροντυμένης». Μιας γυναικείας μορφής που οραματίζεται ο ήρωας κατά τη διάρκεια της φουρτούνας μεσοπέλαγα. Ο Σολωμός αναφέρει, ότι λίγο πριν να εμφανιστεί η μορφή αυτή, η θάλασσα «…σκίρτησε…ησύχασε…σαν περιβόλι ευωδίασε…», για να υποδεχτεί την οπτασία. Το τι ακριβώς συμβολίζει η γυναικεία αυτή μορφή, δεν μας είναι ξεκάθαρο. Θα μπορούσε να είναι η ελπίδα και η λαχτάρα του Κρητικού να δει ξανά την αγαπημένη του, αλλά θα μπορούσε να συμβολίζει και την ίδια την αγάπη του για την κοπέλα, που σε εκείνη τη δύσκολη στιγμή, μοιάζει να παίρνει σχήμα και μορφή. Ίσως όμως να είναι και η αγάπη για την πατρίδα του την Κρήτη, που τόσο άγρια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει.
Το πέλαγος υπέκυψε στην ομορφιά εκείνης «…που πατεί χωρίς να το σουφρώνει…». Όταν όμως ξεσπά η καταιγίδα το ίδιο το πέλαγος προσπάθησε να την καταπιεί. Αυτό θα μπορούσε να είναι και ένα προμήνυμα, για αυτό που θα ακολουθούσε, όταν ο Κρητικός έφτανε στην Πελοπόννησο και έβλεπε ότι η αγαπημένη του είχε πεθάνει.
Στα ποιήματα "Ο θάνατος της ορφανής" και "Η ξανθούλα", η θάλασσα παίζει σημαντικό ρόλο, ενώ στο "Η Ευρυκόμη", ο ήρωας Θύρσης, αναμένοντας το πλοίο να έρθει, μιλάει στη θάλασσα, ρωτώντας την πότε θα το φέρει. Την παίρνει στα χέρια του και «…τη φιλεί και κλαίει…», χωρίς να γνωρίζει ότι η θάλασσα, είναι αυτή που «έθαψε» για πάντα το πλοίο στα βάθη της.
Στο ποίημα "Ο Λάμπρος", η Μαρία του ποιήματος ονειρεύεται ότι παλεύει με την «…ερμιά του πελάγου…» , που συμβολίζει την ερημιά που νιώθει μέσα της. Όταν η Μαρία μαθαίνει ότι ο άντρας της, ο Λάμπρος, έχει πλαγιάσει με την κόρη τους, πέφτει μες στη θάλασσα που καθρεφτίζει τον πόνο της, πηγαίνοντας σε «…αναπάντεχα μέρη αλλουνού κόσμου…» , κάτι που μας θυμίζει τον Ελύτη.
Στο ποίημα "Γαλήνη", η θάλασσα παρουσιάζεται ήσυχη σαν να έχει αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της γης, ενώ στο "Η σκιά του Ομήρου", ο Σολωμός παρουσιάζει τον ποιητή να κάθεται στην ακροθαλασσιά και να εμπνέεται από το πέλαγος.
Στο ποίημα "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι", ο ποιητής αναφέρει «…τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν…» , κάνοντας έτσι μια σύγκριση του εαυτού του με τη θάλασσα, βρίσκοντας ένα κοινό σημείο ανάμεσα τους.
Σε ένα ακόμα σημαντικό έργο του Σολωμού, στο "Ο Πόρφυρας" , ο ποιητής βασίζεται σε ένα πραγματικό περιστατικό, κατά το οποίο ένας καρχαρίας, επιτέθηκε σε έναν Άγγλο στρατιώτη. Στο ποίημα αυτό, συναντά κανείς την ένωση με τη φύση και την ερωτική επικοινωνία ανθρώπου και φύσης. Της θάλασσας τα κάλλη, προσελκύουν τον ήρωα, που μέσα του κρύβεται το θαλάσσιο τέρας. Είναι ένα έργο για το καλό και το κακό, την κόλαση και τον παράδεισο. Ενώ τον ήρωα τον περιβάλλει το κακό, έχει ένα κομμάτι παραδείσου μέσα του.
Η θάλασσα, είναι ένα από τα αγαπημένα στοιχεία της φύσης για τον Σολωμό. Όπως και ο Ελύτης, την χρησιμοποίησε ως σύμβολο για την Μεγάλη Ιδέα, ως ένα στοιχείο καθαρά ελληνικό. Επηρεάστηκε από τον Ελύτη, που έγραψε ότι η θάλασσα ενώνεται με τον ουρανό και το τέλος του ενός είναι η αρχή του άλλου και το μόνο που αλλάζει περνώντας από την άλλη πλευρά, είναι ο χρόνος. Μέσα στα ποιήματά του, η φύση αναδεικνύει της αξίες του κόσμου. Αντιπροσωπεύει την ελληνική παράδοση, την ομορφιά και την αγαθοσύνη, ενώ παράλληλα της προσδίδει μεταφυσικές ιδιότητες.

Η θάλασσα πάντα υπήρξε πηγή έμπνευσης για όλους τους ποιητές. Γράφτηκαν και απαγγέλθηκαν μαγευτικά λόγια γι αυτήν, από όλους τους μεγάλους και όχι μόνο ποιητές, όλων των χωρών.
Στη συνέχεια λοιπόν θα αναφερθούμε σε έργα αξιόλογων Ελλήνων ποιητών, που αγάπησαν και εμπνεύστηκαν από την θάλασσα, Ποιήματα τα οποία είναι εμπνευσμένα από αυτήν και την περιγράφουν ανάλογα με το τι αυτή σήμαινε για τον κάθε ποιητή ξεχωριστά.
Η αρχή θα γίνει με τον εθνικό μας ποιητή, το Διονύσιο Σολωμό. Θα αναζητήσουμε και θα μελετήσουμε πώς εμφανίζεται, πώς περιγράφεται η θάλασσα μέσα στα ποιήματά του, ενώ θα κλείσουμε με τα συμπεράσματα της μελέτης μας αυτής. Δεύτερος ποιητής, του οποίου το έργο θα αναλύσουμε, θα είναι ο Νίκος Καββαδίας. Θα ακολουθήσουν ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος και ο Γιώργος Σεφέρης.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ
Ο Δ. Σολωμός, όπως και ο Κ. Παλαμάς αργότερα, έγραψε για την Ελλάδα. Η διάφορα είναι ότι ο Σολωμός δίδαξε ως ο κύριος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής. Πολλά λυρικά του ποιήματα μελοποιήθηκαν και τραγουδήθηκαν ακόμα και από απλούς αγράμματος Έλληνες, που δεν διάβασαν ποτέ τα έργα του ("Αγνώριστη", "Ξανθούλα", "Φαρμακωμένη" και άλλα). Χρησιμοποίησε την δημοτική και επηρεάσθηκε πολύ από ιστορικά γεγονότα, παρόλο που στην αρχή προτιμούσε να γράφει ποιήματα στην ιταλική και με θρησκευτικό περιεχόμενο.
Το πρώτο ουσιαστικά ώριμο έργο του, τον "Κρητικό", ο Δ. Σολωμός τον εμπνεύστηκε από την κήρυξη της Επανάστασης στην Κρήτη, που ανάγκασε χιλιάδες Κρητικούς να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους με πλοιάρια για τα Αντικύθηρα, τα Κύθηρα, την Πελοπόννησο και τα Επτάνησα.
Το ποίημα αυτό είναι ένας ύμνος στην αγάπη. Αναφέρεται σε έναν Κρητικό που βρίσκεται σε πάνω στο πλοίο της διαφυγής, προς την Πελοπόννησο, όπου τον περιμένει η αγαπημένη του. Το πλοίο αυτό όμως συναντά φουρτούνα και ο αφηγητής παρακαλά και προσεύχεται να πέσουν αστραπές, ώστε να μπορέσει να δει το πρόσωπο της «φεγγαροντυμένης». Μιας γυναικείας μορφής που οραματίζεται ο ήρωας κατά τη διάρκεια της φουρτούνας μεσοπέλαγα. Ο Σολωμός αναφέρει, ότι λίγο πριν να εμφανιστεί η μορφή αυτή, η θάλασσα «…σκίρτησε…ησύχασε…σαν περιβόλι ευωδίασε…», για να υποδεχτεί την οπτασία. Το τι ακριβώς συμβολίζει η γυναικεία αυτή μορφή, δεν μας είναι ξεκάθαρο. Θα μπορούσε να είναι η ελπίδα και η λαχτάρα του Κρητικού να δει ξανά την αγαπημένη του, αλλά θα μπορούσε να συμβολίζει και την ίδια την αγάπη του για την κοπέλα, που σε εκείνη τη δύσκολη στιγμή, μοιάζει να παίρνει σχήμα και μορφή. Ίσως όμως να είναι και η αγάπη για την πατρίδα του την Κρήτη, που τόσο άγρια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει.
Το πέλαγος υπέκυψε στην ομορφιά εκείνης «…που πατεί χωρίς να το σουφρώνει…». Όταν όμως ξεσπά η καταιγίδα το ίδιο το πέλαγος προσπάθησε να την καταπιεί. Αυτό θα μπορούσε να είναι και ένα προμήνυμα, για αυτό που θα ακολουθούσε, όταν ο Κρητικός έφτανε στην Πελοπόννησο και έβλεπε ότι η αγαπημένη του είχε πεθάνει.
Στα ποιήματα "Ο θάνατος της ορφανής" και "Η ξανθούλα", η θάλασσα παίζει σημαντικό ρόλο, ενώ στο "Η Ευρυκόμη", ο ήρωας Θύρσης, αναμένοντας το πλοίο να έρθει, μιλάει στη θάλασσα, ρωτώντας την πότε θα το φέρει. Την παίρνει στα χέρια του και «…τη φιλεί και κλαίει…», χωρίς να γνωρίζει ότι η θάλασσα, είναι αυτή που «έθαψε» για πάντα το πλοίο στα βάθη της.
Στο ποίημα "Ο Λάμπρος", η Μαρία του ποιήματος ονειρεύεται ότι παλεύει με την «…ερμιά του πελάγου…» , που συμβολίζει την ερημιά που νιώθει μέσα της. Όταν η Μαρία μαθαίνει ότι ο άντρας της, ο Λάμπρος, έχει πλαγιάσει με την κόρη τους, πέφτει μες στη θάλασσα που καθρεφτίζει τον πόνο της, πηγαίνοντας σε «…αναπάντεχα μέρη αλλουνού κόσμου…» , κάτι που μας θυμίζει τον Ελύτη.
Στο ποίημα "Γαλήνη", η θάλασσα παρουσιάζεται ήσυχη σαν να έχει αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της γης, ενώ στο "Η σκιά του Ομήρου", ο Σολωμός παρουσιάζει τον ποιητή να κάθεται στην ακροθαλασσιά και να εμπνέεται από το πέλαγος.
Στο ποίημα "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι", ο ποιητής αναφέρει «…τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν…» , κάνοντας έτσι μια σύγκριση του εαυτού του με τη θάλασσα, βρίσκοντας ένα κοινό σημείο ανάμεσα τους.
Σε ένα ακόμα σημαντικό έργο του Σολωμού, στο "Ο Πόρφυρας" , ο ποιητής βασίζεται σε ένα πραγματικό περιστατικό, κατά το οποίο ένας καρχαρίας, επιτέθηκε σε έναν Άγγλο στρατιώτη. Στο ποίημα αυτό, συναντά κανείς την ένωση με τη φύση και την ερωτική επικοινωνία ανθρώπου και φύσης. Της θάλασσας τα κάλλη, προσελκύουν τον ήρωα, που μέσα του κρύβεται το θαλάσσιο τέρας. Είναι ένα έργο για το καλό και το κακό, την κόλαση και τον παράδεισο. Ενώ τον ήρωα τον περιβάλλει το κακό, έχει ένα κομμάτι παραδείσου μέσα του.
Συμπεράσματα
Η θάλασσα, είναι ένα από τα αγαπημένα στοιχεία της φύσης για τον Σολωμό. Όπως και ο Ελύτης, την χρησιμοποίησε ως σύμβολο για την Μεγάλη Ιδέα, ως ένα στοιχείο καθαρά ελληνικό. Επηρεάστηκε από τον Ελύτη, που έγραψε ότι η θάλασσα ενώνεται με τον ουρανό και το τέλος του ενός είναι η αρχή του άλλου και το μόνο που αλλάζει περνώντας από την άλλη πλευρά, είναι ο χρόνος. Μέσα στα ποιήματά του, η φύση αναδεικνύει της αξίες του κόσμου. Αντιπροσωπεύει την ελληνική παράδοση, την ομορφιά και την αγαθοσύνη, ενώ παράλληλα της προσδίδει μεταφυσικές ιδιότητες.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ
Για το Νίκο Καββαδία, η θάλασσα ήταν η μεγάλη του αγάπη. Πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή πάνω στα πλοία και γι’ αυτό πολλά από τα έργα του σχετίζονται με την θάλασσα. Έγραψε ιστορίες με μορφή ποιημάτων για όσα έζησε και άκουσε ως ναυτικός. Ως στρατιώτης στον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, έμεινε αναγκαστικά στην στεριά, ενώ με το τέλος του γύρισε πίσω στην αγαπημένη του θάλασσα, γράφοντας για τις εμπειρίες του.
Ο Καββαδίας ήταν ένας ποιητής που ερωτεύτηκε την θάλασσα και επέλεξε να περάσει σχεδόν όλη τη ζωή του κοντά της. Έγραψε για αυτήν, για τα μέρη που επισκέφθηκε, τους ανθρώπους που γνώρισε, τις ιστορίες που άκουσε και για τις περιπέτειες που έζησε. Το έργο του είναι σαν μια καταγραφή της ζωής του, που αγαπήθηκε από πολλούς σύνθετες, οι οποίοι μελοποίησαν αρκετά από τα ποιήματά του, όπως "Το μαχαίρι", "Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ" και άλλα.
Ας κάνουμε λοιπόν μια προσπάθεια να δούμε μέσα από τα ποιήματα και τα πεζά του, με τα δικά του μάτια, πώς έβλεπε ο ίδιος την θάλασσα. Τι ήταν αυτό που τον μάγευε σε αυτήν, αλλά και τι τον τρόμαζε.
Στο έργο του "Μαραμπού" και συγκεκριμένα στο ποίημα του "Γράμμα στο ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ", ο Καββαδίας προτείνει έναν εναλλακτικό θάνατο στον ποιητή, έναν όπως αναφέρει, πιο ποιητικό. «Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα, κι από ένα χωματένιο μνήμα, δε θα ‘ναι ποιητικότερο και πι’ όμορφο, ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα ;». Με τον τρόπο αυτό ο ποιητής δείχνει πως θα θελε και ο ίδιος να πεθάνει κάπως έτσι, με έναν ποιητικό θάνατο που αρμόζει στους ποιητές. Ο Καββαδίας δείχνει να προτιμά το «…άγριο κύμα…» από το χώμα, ως το σωστότερο μέρος ταφής, αλλά και θανάτου για έναν ποιητή, κάτι που αναφέρει χαρακτηριστικά και στο πεζό του "Του πολέμου". «Σκεφτόμουν τη θάλασσα, τη σιγουριά της, το γιατί ποτέ δεν τη φοβήθηκα. Να πνίγεσαι στη θάλασσα, μουρμούρισα, είναι φυσικό-στη στεριά είναι κάτι που ’χει μέσα του μπαμπεσιά» , μονολογεί σε αυτό το πεζό του ως στρατιώτης κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αναφορά στον θάνατο γίνεται και σε άλλα ποιήματα μέσα στο έργο του "Μαραμπού", όπως στο "Mal du depart" που αναφέρει «…τόσο πόθησα μια μέρα να ταφώ σε κάποια θάλασσα…» . Αυτό έμοιαζε να είναι ένα θέμα που τον βασάνιζε. Ο ίδιος διάλεξε μια ζωή στην θάλασσα, αλλά φοβόταν ίσως, το γεγονός ότι δεν μπορούσε να διαλέξει τον θάνατο του και που ήθελε να συνδεθεί και αυτός όπως και η ζωή του με τη θάλασσα. Θεωρούσε ότι αν πεθάνει κάποιος στη θάλασσα δεν έχει ένα κοινό θάνατο, όπως αυτόν που έχουν οι κοινοί άνθρωποι και ο ίδιος δεν θεωρούσε τον εαυτό του κοινό άνθρωπο.
Η σύνδεση θανάτου και θάλασσας συνεχίζεται και στο ποίημα "William George Allum", όπου γράφοντας για την προδομένη αγάπη ενός Άγγλου θερμαστή που στιγμάτισε τη ζωή του και είχε ένα άδοξο τέλος, αναφέρει ότι «…στη θάλασσα τη κρύα…» κηδεύτηκε και αυτός ποιητικά.
Μέσα στα ποιήματα του Καββαδία όμως, εκτός από τη σύνδεση της θάλασσας με τον θάνατο, υπάρχει και σύνδεση της με τον έρωτα. Αυτό το διακρίνει κανείς στο ποίημα του "Gabrielle Didot," όπου περιγράφοντας μια πόρνη διαφορετική από τις άλλες, σοβαρή και σχεδόν ψυχρή, ο ποιητής αναφέρει ότι μέσα στα μάτι της έβλεπε «…τρικυμισμένες θάλασσες, νησιά του αρχιπελάγους…» . Έβλεπε δηλαδή κάτι γνώριμο, κάτι μαγευτικό και σαγηνευτικό. Μια τρομακτική γοητεία που ο ίδιος έβρισκε στην θάλασσα, όταν αυτή ήταν τρικυμισμένη.
Στο ποίημα του"A Bord De L’ «Aspasia»", ο ποιητής εκφράζει τον μεγάλο του έρωτα για την ίδια την θάλασσα γράφοντας « Κι εγώ, που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα…» . Με το τρόπο αυτό περιγράφει και την ναυτική ζωή. Το πώς τα συνεχή ταξίδια δεν του επέτρεπαν να μείνει κάπου για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να αγαπήσει οτιδήποτε ή οποιονδήποτε άλλον. Για τον λόγο αυτό στο ποίημά του "Yara Yara", αναφέρει «…σκούπισε τη θάλασσα που στάζω και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά…» , αναγνωρίζοντας ότι το περισσότερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην θάλασσα, τόσο που ξέχασε να περπατά.
Στο ποίημα "Αντινομία" γράφει για τον έρωτα του για μια «…θαλασσοκόρη του βυθού…» που τον βασανίζει. Για έναν μυθικό έρωτα χωρίς ανταπόκριση. Στο ίδιο ποίημα γίνεται αναφορά στην μυθολογία και συγκεκριμένα στον Ποσειδώνα, κάτι που επαναλαμβάνεται και στο ποίημά του "Κοσμά του Ινδικοπλευστή", καθώς και στο μυθιστόρημα του "Βάρδια".
Αναφορές στην μυθολογία όμως, γίνονται και στο ποίημα του "Στερνή ζάλη", όπου γράφει για τις Συμπληγάδες πέτρες, αλλά και στο ποίημα "Παιδεία", όπου αναφέρει το έπος της Ιλιάδας, την Τροία, τους Λαιστρυγόνες, τον θεό των ανέμων Αίολο, την Πηνελόπη αλλά και τις γοργόνες, παραλληλίζοντας την ζωή του στην θάλασσα με το ταξίδι του Οδυσσέα και τον άλλων ναυτικών, ηρώων της μυθολογίας. Περισσότερο όμως και από τον θεό της θαλάσσης Ποσειδώνα, στα έργα του Καββαδία, αναφέρεται η πιστή γυναίκα των ναυτικών, η γοργόνα. Στο μυθιστόρημα του "Βάρδια", μάλιστα, αναφέρει ένα τατουάζ γοργόνας που έχει στο μπράτσο, το οποίο μαραζώνει και χάνει τα χρώματα του, όταν μένει στη στεριά για μεγάλο διάστημα, φανερώνοντας έτσι και το πώς ένιωθε ο ίδιος μακριά από τη θάλασσα .
Ως ναυτικός όμως, γνώριζε και τους κινδύνους που επιφυλάσσει η ζωή στην θάλασσα αλλά και η ίδια η θάλασσα. Έβλεπε την ομορφιά της, αν και γνώριζε ότι κρύβει αθέατους και άγνωστους κίνδυνους, μυστήριους και ύπουλους. Στο ποίημα του "Αρμίδα" περιγράφει «…μια θάλασσα γιομάτη κάθε λογής παράξενα φυτά…» που όμως «…τ’ άγριο κύμα…» μπορεί να φανερώσει «…τέρατα βαμμένα πορφυρά…» . Παρόλα αυτά όμως, στην "Βάρδια" αναφέρει ότι «Δεν είναι η θάλασσα που σκιαζόμαστε. Την κουμαντάρουμε και μας κουμαντάρει. Κανείς δεν ξέρει να την ταξιδεύει σαν τους Γραικούς» , εννοώντας ίσως ότι στη στεριά υπάρχουν πολύ περισσότεροι κίνδυνοι από ότι στην θάλασσα γιατί η αγάπη για τη θάλασσα είναι στο αίμα των Ελλήνων.
Στο ποίημα "Πικρία" γράφει για «…του ναύτη την ορφάνια…» , το γεγονός ότι δεν έχει πατρίδα και σπίτι, ταξιδεύοντας συνεχώς σε διαφορετικά μέρη της γης, ενώ στη συνέχεια μεταφέρει εικόνες από τις θάλασσες που ταξίδεψε, γράφοντας για μια μέδουσα και έναν «…βυθό που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια» .
Την ακούει να του μιλάει αναφέροντας «…πάντα η θάλασσα πολλά μου λέει, όταν αχεί…» , στο ποίημα "Η πλώρη μας" και γνωρίζει καλά ότι «…μισάει την προδοσία…», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στο ποίημα "Πικρία".
Κάποια από τα ποιήματα του Καββαδία έχουν έντονο και το θρησκευτικό στοιχείο. Στο ποίημα του "Κοσμά του Ινδικοπλευστή", ο Καββαδίας θεοποιεί την θάλασσα, μιας και η αγάπη του για αυτήν είναι τόσο μεγάλη σαν την αγάπη του Θεού, γράφοντας «…πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό…» , ενώ στο ποίημα του "Fata Morgana" αναφέρει «…θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό…» , επισημαίνοντας έτσι τις εξαγνιστικές ιδιότητες του θαλασσινού νερού.
Το ποίημα "Ο Σταυρός του Νότου" συμπεριλαμβάνεται στο “Πούσι” (1947) και αφιερώνεται στον Γιώργο Θεοτοκά, ο οποίος,όπως μας πληροφορεί ο Φίλιππος Φιλίππου, τρία χρόνια πριν τη δημοσίευση αυτής της συλλογής, σε άρθρο του στο περιοδικό “Ορίζοντες” (τεύχος 9-10, 1944) είχε εκφραστεί θετικά για το νεανικό “Μαραμπού” (1933) θεωρώντας ότι η συλλογή αυτή εκπροσωπούσε την ελπίδα να ανθήσει κάποτε μια ελληνική ναυτική ποίηση. Η σχέση του Καββαδία πάντως με τη γενιά του 1930 ήταν προβληματική, αφού, παρά τον ενθουσιασμό που προκάλεσε το “Μαραμπού”, ο Καββαδίας θεωρούσε πως οι εκπρόσωποι της ποιητικής αυτής γενιάς δεν του απέδωσαν την αναγνώριση που του άρμοζε. Φέρεται μάλιστα να είχε ιδιαίτερο παράπονο από τον Σεφέρη.
Το ποίημα είναι αφηγηματικό και εφάπτεται σε πολλά σημεία με τα ποιήματα “William George Allum” και “Ένα Μαχαίρι” από το “Μαραμπού”. Το απροσδιόριστο Εγώ του ποιήματος αφηγείται, χρόνια μετά, την ιστορία της αυτοκτονίας ενός συντρόφου του στο καράβι. Ο σύντροφος αυτός, στον οποίο ο αφηγητής απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο, όπως και ο William George Allum, άρρωστος και στο σώμα και στην ψυχή, αδυνατεί να αντέξει το βάρος της ερωτικής απουσίας. Το καράβι ταξιδεύει προς τον Νότο υπό το πνεύμα του καυτού Γαρμπή (του Λίβα), αλλά η πραγματική φωτιά μαίνεται στην ψυχή του αντικειμένου της αφήγησης. Ο Νότος είναι για το ποιητικό Εσύ η διακεκαυμένη ζώνη των ερωτικών αναμνήσεων που τον ταλανίζουν. Και πάλι όπως ο William George Allum, καταφεύγει στη φωτιά, για να καυτηριάσει την πληγή του (να διώξει από πάνω του τα κατάλοιπα της ερωτικής αποτυχίας, το τατουάζ). Η αποτυχία αυτού του εγχειρήματος στρέφει την απελπισία προς τα μέσα και προς τον Εαυτό.
Νίκος Καββαδίας, Kuro Siwo
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.
Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου `πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες’ το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που `χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζωνη
κι συ κοιτάς ακόμη πάνω απ’το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.
Νίκος Καββαδίας, Σπουδή θαλάσσης
Αγνάντευε απ' το κάσσαρο τη θάλασσα ο "Πυθέας"
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά.
Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.
Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
- μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες -
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ' την Κίνα.
Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.
Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.
Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.
Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά.
|

Συμπεράσματα
Ο Καββαδίας λάτρεψε τη θάλασσα και αυτό είναι κάτι το οποίο φαίνεται μέσα
από τα έργα του. Έγραψε πολύ για την θάλασσα και τα ταξίδια του. Για γυναίκες γοργόνες
και εξωτικά μέρη.
Μαγεύτηκε από τα γαλάζια νερά και δεν τα εγκατάλειψε ποτέ, μέχρι που πέθανε.
Φοβόταν μήπως πεθάνει μακριά από τη θάλασσα, έχοντας έναν κοινό θάνατο που
πίστευε πως δεν του ταίριαζε ως ποιητή που την αγάπησε τόσο.
Όλα σχεδόν τα ποιήματα του έχουν γαλάζιο χρώμα και γεύση αλμύρας. Η
θάλασσα ήταν η μούσα του, η γοργόνα του και δεν ερωτεύτηκε άλλη όπως
αυτήν. Τα έργα του καράβια που ταξιδεύουν τον αναγνώστη στα μέρη που
ταξίδεψε ο ίδιος. Ιστορίες άγριας αγάπης, πάθους, πόνου και θανάτου.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
Η θάλασσα είναι ένα από τα σύμβολα που επαναλαμβάνονται μέσα στα ποιήματα του Ο. Ελύτη. Την αγάπησε πολύ, όπως αγάπησε την Ελλάδα. Ήθελε να την δει ελεύθερη , όπως είναι η θάλασσα και τον ελληνισμό να απλώνεται παντού σαν το θαλασσινό νερό. Στα ποιήματά του περιγράφονται νησιωτικές εικόνες, με τα άσπρα σπίτια να αστράφτουν κάτω από τον ήλιο. Έγραψε για την ομορφιά της Ελλάδας, που μπορεί να διακρίνει το ανθρώπινο μάτι, αλλά και για την ομορφιά που κρύβει μέσα της λόγω της μεγάλης ιστορίας της.
Για τον Ελύτη η Ελλάδα είναι ένα καράβι, μιας και το σχήμα της στον χάρτη, μοιάζει με πλοίο που ταξιδεύει μέσα στα γαλανά νερά. Έτσι ο ίδιος ταξίδεψε μαζί της και μέσα από τα έργα του επεδίωξε να ταξιδέψει και όλο τον ελληνισμό.
Στο ποίημα του "Μικρή πράσινη θάλασσα", της συλλογής ποιημάτων "Το φωτόδεντρο και η δεκάτη τετάρτη ομορφιά", ο Ελύτης εξυμνεί την ποίηση. Την παρουσιάζει ως μια μικρή πράσινη θάλασσα, καθαρή και αθώα, μόλις δεκατριών χρονών. Παρά την ηλικία της όμως, εκπέμπει ερωτισμό και ελκύει τον ποιητή, που νιώθει την ανάγκη να της διδάξει την Ορθόδοξη Ελληνική παράδοση, αλλά και να διδαχτεί. Στο ποίημα αυτό η θάλασσα είναι η ίδια η ποίηση. Απέραντη και όμορφη, απύθμενη και έτοιμη να εξερευνηθεί, γοητευτική και ερωτική. Ο ποιητής θέλει να γίνει ένα μαζί της, αναφέροντας «…για να σε κοιμηθώ παράνομα και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου…» . Το ποίημα αυτό, αναφέρεται στην επιθυμία του ποιητή να αποκτήσει την απόλυτη γνώση και αλήθεια, μέσω της ερωτικής αυτής σχέσης του με τη θάλασσα.

Οδυσσέας Ελύτης, Πράσινη θάλασσα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονών
που θα ΄θελα να σε υιοθετήσω
Σχολείο να σε στείλω στην Ιωνία
να μάθεις μανταρίνι κι άψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
τον ήλιο να γυρίσεις και ν’ ακούσεις
Πώς η μοίρα ξεγίνεται και πώς
οι μακρινοί μας συγγενείς συνεννοούνται ακόμα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
για να σε κοιμηθώ παράνομα
και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
κομμάτια πέτρες τα λόγια των θεών
Αυτή η σύνδεση του έρωτα και της θάλασσας, γίνεται και στο ποίημα "Του
Αιγαίου", μέσα στην συλλογή "Προσανατολισμοί". Ο Ελύτης ξεκινά γράφοντας «ο
έρωτας το αρχιπέλαγος…ένα τραγούδι» , μιλώντας για τον έρωτα που δίνει
ελπίδα σε όσους ταξιδεύουν. Κάτι να προσμένουν, γνωρίζοντας ότι κάποιος
έρωτας τους περιμένει πίσω στην πατρίδα και πρέπει να γυρίσουν σε αυτόν. Όπως
ένας έρωτας τους πήρε μακριά από όλα, αυτός της θάλασσας.
Ο ποιητής συνεχίζει «…στη θάλασσα…στην ξεγνοιασιά του ονείρου …». Τα
όνειρα μοιάζουν να επιπλέουν στο νερό και να ταξιδεύουν ξέγνοιαστα μες τη
γαλήνη του πελάγου, προς την ελευθερία. που θα ΄θελα να σε υιοθετήσω
Σχολείο να σε στείλω στην Ιωνία
να μάθεις μανταρίνι κι άψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
τον ήλιο να γυρίσεις και ν’ ακούσεις
Πώς η μοίρα ξεγίνεται και πώς
οι μακρινοί μας συγγενείς συνεννοούνται ακόμα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
για να σε κοιμηθώ παράνομα
και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
κομμάτια πέτρες τα λόγια των θεών
κομμάτια πέτρες τ΄αποσπάσματα του Ηράκλειτου
Στο ποίημα "Κλίμα της απουσίας", η θάλασσα αδειάζει, από ανθρώπους, από φωνές και από έρωτα. Μένει μόνο η απέραντη σιωπή της «τίποτε να μην έρχεται τίποτε να μην φεύγει», στασιμότητα και μελαγχολία αναβλύζει μόνο από την θάλασσα αυτή.
Στο ποίημα "Επέτειος", ο Ελύτης «πάντα κοντά στη θάλασσα», αναπολεί τα νιάτα του. Την αθωότητα των παιδικών χρόνων. Χρόνος που σαν κύμα έφυγε μακριά και τα πήρε όλα μαζί του. Τώρα ο άνθρωπος έμεινε μόνος απέναντι στην φύση, όμως «κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακία...» , όπως γράφει στο ποίημα "Οι κλεψύδρες του αγνώστου". Ο ίδιος θυμώνει για τον χρόνο που πέρασε και νιώθει σαν να «κυνηγάει τη θάλασσα» , που γνωρίζει ότι όπως και ο χρόνος, δεν γυρίζει πίσω. Τα χρόνια μπορεί να έχουν περάσει για τον ποιητή, αλλά ο ίδιος βρίσκει στήριγμα στα νέα παιδιά, με την ελπίδα ότι θα πραγματοποιήσουν όσα εκείνος και οι παλιοί ονειρεύτηκαν. Έτσι στο ποίημα "Διόνυσος" (που ήταν ο μικρότερος από τους θεούς), παροτρύνει την νέα γενιά, γράφοντας «…σκούνες γοργές του πόθου εξιστορήσετε το πέλαγος με ρόχθο και άνεμο..» .
Στο "Ωδή στη Σαντορίνη", ο ποιητής απευθύνεται σε αυτήν, σαν να ήτανε κάποια θεά της ομορφιάς, σαν την Αφροδίτη, που αναδύθηκε μέσα από τα νερά του Αιγαίου, αποκαλώντας την «θαλασσοξυπνημένη , αγέρωχη» .
Στο ποίημα "Η Μαρίνα των βράχων ", πολλοί πιστεύουν ότι απευθύνεται στην ίδια τη θάλασσα (mar = θάλασσα). Όπως και να ‘χει, η Μαρίνα έχει «μια γεύση τρικυμίας στα χείλη» και αυτό είναι κάτι που γοητεύει τον ποιητή.
Στην "Τρελή Ροδιά" , αναφέρεται «μια θάλασσα ετοιμόγεννη…με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε…» , πλάθοντας έτσι ένα όνειρο του ποιητή για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, που θα την γεννήσει η θάλασσα (Αιγαίο), ένα από τα στοιχεία της Ελλάδος.
O. Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχων |
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-
μαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο-
σμαρίνια
- Μα που γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού 'λεγα να μετράς μέσ' στο γδυτό νερό τις φωτεινές του
μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ' στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα
βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομα του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο
καλοκαίρι
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
Στο μεγαλύτερο και σημαντικότερο έργο του Ελύτη, "Το Άξιον Εστί", και συγκεκριμένα στο ποίημα "Η Γένεσις", ο ποιητής γράφει για κάτι «…αθώο…βαθύ και αχάραγο σαν την άλλη όψη τ’ ουρανού…» , αναφερόμενος στη θάλασσα. πιστεύει ότι η άλλη μεριά του βυθού , είναι ο ουρανός. Και τα δύο γαλανά και όταν κάποιος περνά απέναντι, το μόνο που αλλάζει είναι ο χρόνος. Το μόνο που τα χωρίζει.
Στο ποίημα του "Το κοχύλι", μέσα από τη συλλογή "Το μονόγραμμα", ο Ελύτης γράφει « …έπεσα να κολυμπήσω κι άφησα την καρδιά μου πίσω…» . Το ποίημα μιλά για την αγάπη, που έψαξε σαν κοχύλι στη θάλασσα να βρει. Όμως η θάλασσα είναι απέραντη, όπως και η αγάπη και χωρίς να ψάχνει με την καρδιά του η θάλασσα τον έφαγε σαν βράχο.
Η αγάπη του Ελύτη για την ελληνική γλώσσα και την δύναμη που έχει αυτή, φαίνεται από το ποίημα "Θάνατος και ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου", μέσα από "Τα ετεροθαλή". Εκεί, ο ποιητής γράφει για τον Κ. Παλαιολόγο ότι « …πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια..». Το σημαντικότερο ίσως, που έγραψε ο Ελύτης για τη θάλασσα, μοιάζει να είναι η ο στίχος του από το "Δρώμενα της μικρής Τρίτης", μέσα από τη συλλογή "Εκ του πλησίον", «…η πάντων και πασών Ελληνίς θάλασσα ...», μιλώντας για όλα όσα συμβολίζει η θάλασσα η ελληνική και που κάθε Έλληνας τα κουβαλάει μέσα του πάντα.

Συμπεράσματα
Πολλά θα μπορούσαμε να γράψουμε για τον Ο. Ελύτη, μιας και ανέφερε συχνά στα ποιήματα του την θάλασσα, κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Ο Ελύτης πίστευε ότι το ουσιαστικότερο της ανθρώπινης φύσης, είναι η πατρίδα και η πίστη. Για να μιλήσει για αυτά χρησιμοποίησε κάποια σύμβολα. Ένα από αυτά ήταν και η θάλασσα και συγκεκριμένα το Αιγαίο. Η θάλασσα εκτός από στοιχείο της Ελλάδας, είναι αιώνια και ασταμάτητη, γι’ αυτό συμβολίζει τον χρόνο που περνά ασταμάτητος. Όμορφη και άγρια, γι’ αυτό συμβολίζει τον πόλεμο και την ειρήνη. Κρύβει μέσα της την σοφία των αιώνων και όμως ανανεώνεται συνεχώς, όπως και η νέα γενιά που πατάει πάνω στα χνάρια των προγόνων της. Όλα αυτά ονειρεύτηκε ο Ελύτης κοιτώντας τη θάλασσα και κατανοώντας τη σημασία της, το τι αντιπροσωπεύει μέσα στα χρόνια.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ
Ο Σεφέρης, όπως ο Σολωμός και ο Ελύτης, χρησιμοποίησε τη θάλασσα ως
σύμβολο. Έγραψε στην κοινή νεοελληνική για τον θάνατο, τον πόνο και τη
θλίψη, την αρχαία Ελλάδα και το Θεό. Τα ποιήματα περιέχουν εικόνες από τα
ελληνικά νησιά και μνήμες από την αρχαιότητα.
Άλλωστε, η έμπνευσή του προήλθε κυρίως από αρχαία έργα του Ησίοδου, του
Ευριπίδη, του Αισχύλου, του Ομήρου και πολλών άλλων. Εμπνεύστηκε όμως και
από έργα του Κωστή Παλαμά, του Ιωάννη Μακρυγιάννη και του Διονυσίου
Σολωμού, καθώς και από έργα ξένων συγγραφέων και ποιητών, όπως του Edgar
Alan Poe και του Δάντη.
Στο ποίημα του "Άρνηση", ο Σεφέρης αναφέρεται στη άρνηση των ανθρώπων να
διδαχτούν από την ιστορία τους. Ο άνθρωπος διψάει για μάθηση «…το μεσημέρι», δηλαδή στην πορεία της εξέλιξης του, αλλά όταν δεν γνωρίζει το
παρελθόν του, το νερό είναι γλυφό, όπως αναφέρει, δηλαδή δεν είναι ικανό να τον
ξεδιψάσει. Η θάλασσα συμβολίζει τον χρόνο που περνάει και δεν σταματά ποτέ.
Τα κύματά της σβήνουν ό,τι έχει γραφτεί πάνω στην άμμο, ακόμα και τη γραφή
του παρελθόντος. Με την πάροδο των χρόνων η θάλασσα απομακρύνει από την
ακρογιαλιά και κατά συνέπεια από τους ανθρώπους, την γλώσσα και την γραφή
των προγόνων του.
Η ζωή γίνεται «…ψυχρή ψαρίσια», όπως αναφέρει μέσα στους στίχους του
ποιήματος του "Fog" . Όταν ο άνθρωπος αποξενώνεται από τους άλλους
ανθρώπους και απομακρύνεται από την αγάπη, πνίγεται και πηγαίνει στον πάτο
της θαλάσσης, μέσα στην απέραντη ψυχρή μοναξιά. Η μοναξιά δηλαδή, είναι μια
θάλασσα που έχει πνίξει πολλούς. Είναι ένας άλλος, νεκρός κόσμος, που σιγά σιγά
συνηθίζεται και μένει κανείς με της αγάπης την ανάμνηση, κολλημένος στον
πάτο της.
Στο ποίημά του "Ερωτικός Λόγος", η θάλασσα κρύβει πολλά μυστικά, που όμως
τα ξεχνάει όποιος βρίσκεται στην ακρογιαλιά, όπως και τη σκοτεινιά του βυθού
κάποιος που βρίσκεται στον αφρό. Ο έρωτας ως θάλασσα, κρύβει πολλά μυστικά
που δεν μπορεί να τα καταλάβει όποιος δεν έχει ερωτευθεί. Ο ερωτευμένος
περνάει πολλές φουρτούνες, αλλά όταν ο έρωτας περάσει, τον ανεβάζει στον
αφρό και τότε όλα είναι ξεκάθαρα και οι αναμνήσεις λάμπουν σαν «πορφυρά
κοράλλια».
Στο έργο του "Μυθιστόρημα", ο Σεφέρης γράφει για τους Αργοναύτες. Για να
τους περιγράψει καλύτερα αναφέρει, «…οι σύντροφοι…είχαν το φέρσιμο των
δέντρων και των κυμάτων…». Με τον τρόπο αυτό ο ποιητής δίνει μια εικόνα
ψηλών, αγέρωχων και δυνατών ανθρώπων. Ατρόμητων απέναντι στις καιρικές
συνθήκες. Με ρίζες, λόγω της ελληνικής παράδοσης που ήταν ριζωμένη μέσα
τους, αλλά και μέρος της θάλασσας, γιατί η ζωή τους ήταν πάνω σε ένα καράβι,
σαν καβαλάρηδες του αλμυρού νερού.
Στο ποίημα "Μποτίλια στο πέλαγο", ο Σεφέρης, γράφει για ένα
επαναλαμβανόμενο τοπίο. Ο νους του ανθρώπου, φαίνεται να θολώνει από τα
συνεχόμενα θαλασσινά ταξίδια. Ιδιαίτερα, όταν συνειδητοποιεί, ότι το μόνο
σίγουρο σχετικά με τη θάλασσα, είναι το γεγονός ότι αυτή είναι «…βαθιά κι ανεξερεύνητη…». Κάτι που ήδη γνώριζαν πριν ξεκινήσουν να την
εξερευνήσουν και γι’ αυτό ο ποιητής αναφέρει, ότι η θάλασσα τους «πίκρανε» ,
διότι τους φανέρωσε τη ματαιότητα του ταξιδιού τους.
Μια ερμηνεία για το ποίημα του "Όνομα δ’ Ορέστης", είναι ότι η θάλασσα
συμβολίζει η μοίρα του ανθρώπου, ή αλλιώς, η θέληση των θεών, αναφέροντας
«…δεν μπορείς να ξεφύγεις τη θάλασσα…». Ο ποιητής νιώθει ανήμπορος να
αλλάξει τα μελλούμενα, όσο δυνατός και να νιώθει, όσο και αν τα κυνηγήσει.
Θα μπορούσε όμως να είναι και η γαλήνη, που αναζητά κανείς απεγνωσμένα
όταν νιώθει κουρασμένος από τη μάχη του με τη ζωή. Μια γαλήνια θάλασσα
«…που σε λίκνισε και που γυρεύεις…που δεν μπορείς να βρεις…».
Το ποίημα "Ανδρομέδα", αναφέρεται στην ομώνυμη βασίλισσα της Αιθιοπίας,
που ο μύθος της είναι παρόμοιος με αυτόν του Προμηθέα. Δεμένη, λοιπόν, πάνω
στα βράχια, αναρωτιέται κοιτώντας τη θάλασσα από κάτω της «…ποιος θα
μπορέσει να την εξαντλήσει…» . Ο χρόνος μοιάζει ατελείωτος και
ανεξάντλητος, όπως και η θάλασσα. Έχοντας χάσει την ελπίδα ότι θα σωθεί, ο
Σεφέρης αναφέρει, ότι όταν ο θάνατος έρχεται «…τελειώνουν τα έργα της
θάλασσας, τα έργα της αγάπης…» , μιας και η αγάπη είναι ανεξάντλητη μέσα
στον εξίσου ανεξάντλητο χρόνο. Δηλαδή, την αγάπη δεν την σταματά ο θάνατος,
ακόμα και αν σταματά ο χρόνος για το άτομο που φεύγει από τη ζωή, δεν
σταματάν να υπάρχουν, ούτε ο χρόνος γενικά, αλλά ούτε και η αγάπη για το
άτομο που χάθηκε.
Στο "Σημειώσεις για μια βδομάδα", ο Σεφέρης αναφέρει «…το ποτάμι δεν κυλά
έχει ξεχάσει τη θάλασσα κι όμως υπάρχει η θάλασσα και ποιος θα την
εξαντλήσει;...» , επαναλαμβάνοντας την ίδια ερώτηση. Αυτή τη φορά ο ποιητής, αναφέρεται σε ανθρώπους ‘τυφλούς’, που δεν μπορούν να διακρίνουν την
αλήθεια και τις πραγματικές αξίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτές παύουν να
υπάρχουν. Αναφέρεται , επίσης, στην αναγκαιότητα του να έχει κάποιος όνειρα.
Να θέτει κάποιους στόχους και να θέλει να τους πετύχει. Καθώς η βδομάδα
προχωρά, στο ποίημα, ο Σεφέρης μετανιώνει που δεν ακολούθησε τα όνειρα του,
αναφέροντας «…λυπούμε…γιατί δεν ακολούθησα τη θάλασσα…» .
Στο ποίημα "Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο", ο Σεφέρης ασχολείται με έναν άλλο
μύθο, αυτόν του Οδυσσέα. Για τον ποιητή, όλη η δύναμη του Οδυσσέα, προήλθε
από την αγάπη του για την οικογένειά του και την πατρίδα. Η αγάπη είναι αυτή
που τον αρμάτωσε, το αίμα που έτρεχε στις φλέβες του, αναφέρει ο Σεφέρης. Για
τον ίδιο, όμως, είναι κάτι μακρινό, που ακούγεται στα αυτιά του «…σαν τον αχό
της θάλασσας…» . Με τον τρόπο αυτό, συνεχίζει εκεί που σταμάτησε στο
ποίημα "Ανδρομέδα", όπου η θάλασσα είναι σαν την αγάπη.
Ο Σεφέρης νιώθει πληγωμένος και προδομένος, στο ποίημα "Με τον τρόπο του
Γ". Η Ελλάδα είναι ένα πλοίο που συνεχώς ταξιδεύει, ενώ το Αιγαίο
πέλαγος «…ανθούν… νεκροί…» . Η θάλασσα, παρουσιάζεται με τα άσχημα
χαρακτηριστικά της. Οι άνθρωποι μάταια κυνηγούν τα όνειρα τους, γιατί στο
τέλος τους πνίγουν. Μάταια περιμένουν να τους εμφανιστεί μια ευκαιρία, γιατί
αυτή δεν έρχεται και πνίγονται στην απελπισία τους.
Στο ποίημα "Ο κ. Στρατής Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο", ο Στρατής
Θαλασσινός είναι ο ίδιος ο Σεφέρης. Στο ποίημα, αναφέρει ότι ως παιδί
ερωτεύτηκε την θάλασσα, αλλά ως έφηβος ερωτεύτηκε μια κοπέλα και την
ξέχασε. Όταν όμως απογοητεύτηκε, βλέποντας τη θλίψη και τον θάνατο, γύρισε
πάλι στη θάλασσα.
Στο ποίημα "Επιφάνεια", η θάλασσα αποκτά φωνή «…σαν την ανθρώπινη
φωνή…» , που παρουσιάζεται να ψιθυρίζει στα χαλίκια του γιαλού. Ο ποιητής
κλείνει τα μάτια του, αναζητώντας το χαμόγελο της. Σε αυτό το ποίημα, ο
Σεφέρης προσωποποιεί τη θάλασσα για να την συγκρίνει με τον εαυτό του και να
βρει ομοιότητες.
Θέλοντας, κατά κάποιο τρόπο, να περιγράψει το πώς μας βλέπει ο Θεός, στο
ποίημα του "Επιτύμβιο", ο Σεφέρης αναφέρει ότι «…κάτω απ’ τον ουρανό
είμαστε εμείς τα ψάρια…» . Αναφέρει τη θάλασσα, σαν ένα μικρόκοσμο, τον
οποίο με περιέργεια ψάχνει ο άνθρωπος, ενώ ο ποιητής θεωρεί ότι υπάρχουν
καλύτερα πράγματα να ασχοληθεί. Εδώ, θίγει το θέμα της τάσης των ανθρώπων
να ασχολούνται με μικροπράγματα και όχι με όσα αξίζουν να ασχολείται κανείς.
Στο ποίημα "Αλληλεγγύη", ο ποιητής μιλάει για «…ένα μεγάλο πέλαγο δυο μάτια
ευκίνητα και ακίνητα…», τα οποία νιώθει να τον παρακολουθούν διαρκώς. Σε
αυτό το ποίημα, ο Σεφέρης, δαιμονοποιεί τα κύματα και περιγράφει τη θάλασσα
γεμάτη πνεύματα και ψυχές που του μιλάνε, μέσα από το νερό, επισημαίνοντας
ότι ο Θεός είναι εκείνος που τον προστατεύει από αυτές.
Για τον Θεό μιλάει και στο ποίημα "Υστερόγραφο". Σε αυτό, μονολογεί
γράφοντας «…δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας Κύριε…», αναγνωρίζοντας την
παντοδυναμία του.
Επηρεασμένος από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, στο ποίημά του "Μνήμη Α’", ο
Σεφέρης αναφέρει ότι «…θάλασσα πια δεν υπάρχει ...» όμως, συνεχίζει
γράφοντας «…θα ξαναγινεί το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την
Αφροδίτη…». Με αυτά τα λόγια, δεν αναφέρεται μόνο στη Δευτέρα Παρουσία
που θα ακολουθήσει, κατά την Αποκάλυψη, μετά την καταστροφή και την
μόλυνση των υδάτων, αλλά και στην λάμψη του ελληνισμού, που, όπως στα
αρχαία χρόνια και σαν την θεά Αφροδίτη, θα αναδυθεί στην επιφάνεια .

Οι επιρροές του Σεφέρη είναι ξεκάθαρες σε όποιον διαβάσει τα ποιήματά του.
Εμπνεύστηκε από την ίδια τη θάλασσα, αλλά και από έργα άλλων καλλιτεχνών
που αναφερόντουσαν σε αυτήν. Ο Σεφέρης ταξίδεψε πολύ και θέλησε να δει μέσα από τα μάτια εκείνων που
θαύμασε, τη θάλασσα. Έγραψε για πράγματα που του κίνησαν την περιέργεια σε
σχέση με άλλους πολιτισμούς. Για αυτόν, η θάλασσα, ήταν κάτι που μας συνδέει
με τους προγόνους μας. Κοιτώντας την, ονειρευόταν όλα όσα είχε διαβάσει από
τον Όμηρο και από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Γνώριζε ότι όλα έχουν
αλλάξει από τότε, εκτός από τη θάλασσα, που παραμένει ίδια.
Πίστευε ότι όλη η φύση υπακούει μόνο στον Θεό που τη έπλασε και δεν μπορεί
να την κουμαντάρει ανθρώπινο χέρι. Στα μάτια του Θεού, είμαστε σαν τα ψάρια,
μικροί και ανόητοι, που ζούμε σε έναν κόσμο που μοιάζει με αυτόν της
θάλασσας, όπως αναφέρει και στο ποίημα του "Επιτύμβιο". Παρόλα αυτά,
πίστευε ότι κανένας άλλος λαός δεν την γνωρίζει τόσο καλά και δεν την ταξίδεψε
περισσότερο, από τον ελληνικό.
Όπως φαίνεται μέσα από το ποίημα του "Ο κ. Στρατής Θαλασσινός περιγράφει
έναν άνθρωπο", ο ίδιος ερωτεύτηκε τη θάλασσα, πριν ερωτευτεί γυναίκα. Αλλά
και αφού ερωτεύτηκε, απογοητεύτηκε συγκρίνοντάς την με τη θάλασσα και
γύρισε πίσω σε αυτήν.



Κ. Π. Καβάφης, Θάλασσα του πρωιού
Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.
Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·
κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.
Κώστας Βάρναλης, Να σ’ αγναντεύω θάλασσα
Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα,
να μη χορταίνω απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
να μη χορταίνω απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο,
όντας μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.
όντας μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια,
οι κάβοι, τ’ ακρόγιαλα σαν μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
οι κάβοι, τ’ ακρόγιαλα σαν μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά τα πεύκα,
τα χρυσόπευκα, κι ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά τα πεύκα,
τα χρυσόπευκα, κι ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
Κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό τα ερημικά χιονόσπιτα
κι αυτά μες στ’ όνειρό τους να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
ως μέσα στο νερό τα ερημικά χιονόσπιτα
κι αυτά μες στ’ όνειρό τους να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακρυά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυά πολύ κι από τους μαύρους κολασμένους
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακρυά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακρυά πολύ κι από τους μαύρους κολασμένους
(Πρόλογος «Στο φως που καίει»)
Νίκος Γκάτσος, Το μεθυσμένο καράβι
Αρθούρε Ρεμπώ
απόψε θα μπω
στο μαύρο μεθυσμένο σου καράβι
μακριά ν’ ανοιχτώ
σε κύκλο φριχτό
που ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει
Αγγέλου γιασεμιά
σκόρπισες μέσα στην βρωμιά
κληρονομιά
για μας
κι εσύ παντοτινά
σε σταυροδρόμια σκοτεινά
το σατανά πολεμάς
Αρθούρε Ρεμπώ
το βράδυ θαμπό
και η πόρτα του παράδεισου κλεισμένη
κατάρα κι οργή
μοιράζουν την γη
και χέρι χέρι παν οι κολασμένοι
Αρθούρε Ρεμπώ
θα μπω στο μεθυσμένο σου καράβι
Αρθούρε Ρεμπώ
να δω ποια σπίθα σώθηκε κι ανάβει.
Γιάννη Ρίτσου «Το Εμβατήριο του ωκεανού»
|
Κική Δημουλά, Γη των απουσιών
Τώρα θὰ κοιτάζεις μία θάλασσα.
Ἡ διάθεση νὰ σὲ ἐντοπίσω
στὴ συστρεφόμενη ἐντός μου γῆ τῶν ἀπουσιῶν
ἔτσι σὲ βρίσκει:
πικρὴ παραθαλάσσια ἀοριστία.
Ἐκεῖ δὲν ἔχει ἀκόμα νυχτώσει
κι ἂς νύχτωσε τόσο ἐδῶ
τῶν τόπων οἱ κρίσιμες ὧρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σὰν φῶς καὶ οὔτε φῶς,
ἡ ὥρα τοῦ ἑαυτοῦ σου ἔχει πέσει.
Χορεύουν φύκια
κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοῦ νεροῦ.
Τὰ ρηχά, ἔχουν κι αὐτὰ
τὰ βάσανά τους καὶ τὰ γλέντια τους.
Τώρα θὰ ἔχουν λύσει τὰ μαλλιά τους
οἱ ἁγνὲς ἡσυχίες τριγύρω
μὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνεις
γυναῖκες σου ἐκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Ἡ σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν ἀέρα
κι ἀνεβαίνει. Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της.
Ποῦ ξέρω ἐγὼ τὰ εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ πελάγους
γιὰ νὰ σὲ καταλάβω;
Ο. Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχων, "Προσανατολισμοί"
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-
μαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο-
σμαρίνια
- Μα που γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού 'λεγα να μετράς μέσ' στο γδυτό νερό τις φωτεινές του
μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ' στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα
βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομα του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο
καλοκαίρι
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
